Η αλήθεια ή περί της αλήθειας
Η αλήθεια δηλώνει ότι ενυπάρχει η ιδιότητα του αληθούς σε ό, τι αφορά αποφάνσεις , προτάσεις, γνώσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει είτε γνωσιακές αλήθειες, οι οποίες αφορούν θεωρητικές αλήθειες των φυσικών επιστημών , είτε ηθικές αλήθειες που αφορούν τη σφαίρα της δράσης. Τις ονομάζουμε πρακτικές αλήθειες , οι οποίες μας παρέχουν ένα πλαίσιο προσανατολισμού και δράσης. Ετυμολογικά , η λέξη προέρχεται από το στερητικό α- και τη λέξη λήθη (λησμονιά). Σύμφωνα όμως με το λεξικό των Liddell - Scott η λέξη προέρχεται από το λήθω = λανθάνω (= μου διαφεύγει) και το στερητικό "α"
Παραδοσιακά στο επίπεδο των ηθικών αληθειών η αλήθεια έχει οριστεί με βάση δύο βασικά κριτήρια: αφενός τη συμφωνία των αποφάνσεων μας με το πραγματικό , αφετέρου τη συνοχή του λόγου, σύμφωνα με την αρχή της μη αντίφασης. Έτσι , για να θεωρείται μια απόφανση αληθής, θα πρέπει να συμφωνεί με την πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται και να μην αντιφάσκει αποδίδοντας σε ένα υποκείμενο κατηγορήματα που έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους ή μαζί του. Πχ όταν λέω ότι το ορθογώνιο τρίγωνο είναι ένας τετραγωνισμένος κύκλος.
Η δυνατότητα αμφισβήτησης αυτών των κριτηρίων ανάγει το ζήτημα της αλήθειας σε φιλοσοφικό πρόβλημα. Η αναγνώριση του προβλήματος συμβάλλει στην αποφυγή δυσκολιών που αφορούν την σχέση μας με την αλήθεια. Η πρώτη δυσκολία είναι αυτή του δογματισμού ,ο οποίος χαρακτηρίζεται από την απόλυτη βεβαιότητα και η δεύτερη του σκεπτικισμού που οδηγεί στο σχετικισμό, που αμφισβητεί την δυνατότητα μας να καταλήγουμε σε βέβαιες αποφάνσεις με καθολικό χαρακτήρα. Ο Δογματισμός υποστηρίζει με απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό που πιστεύουμε είναι αληθές ,ώστε δεν υπάρχει λόγος να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ο Δογματισμός παγιώνει τις αλήθειες και απολιθώνει την πρόοδο των γνώσεων. Η απόλυτη βεβαιότητα για την κατοχή της αλήθειας δημιουργεί προβλήματα στη σχέση με τον Άλλο και οδήγησε σε εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της υποτιθέμενης Αλήθειας. Η ανάγκη της συναισθηματικής και υπαρξιακής εξασφάλισης οδηγεί στην αποκοπή της αλήθειας από τη ζωή, τον περιορισμό της στα στενά πλαίσια ενός ορισμού και την μετατροπή της σε αντικείμενο, το οποίο μπορεί η διάνοια να κατέχει και άρα να το εξουσιάζει.
Από την άλλη πλευρά , ο σκεπτικισμός διερωτάται μήπως η πρόσβαση στην αλήθεια δεν είμαι παρά μια αυταπάτη. Θεωρεί γεγονός ότι κάθε υποτιθέμενη αλήθεια δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Ο Πύρρων τον 4ο αιώνα μας προτείνει ως τη μόνη σοφή στάση να εμμένουμε στην αμφιβολία και συστήνει αυτό που ονομάζει εποχή ή επέχειν : την αναστολή κάθε κρίσης , χωρίς ίχνος κατάφασης. Ωστόσο , και η στάση αυτή δημιουργεί προβλήματα και παράδοξα, μια και η απόφανση ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο αποκτά τον χαρακτήρα μιας βεβαιότητας, αναιρώντας την βεβαιότητα του σχετικισμού. Ωστόσο , ο σχετικισμός φαίνεται ανεκτικότερος στη διαφορά και στον διαφορετικό Άλλο. Την μισαλλοδοξία την αποτρέπει η ιδέα ότι ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια και ότι η αλήθεια του άλλου δεν είναι κατ¨ ανάγκην απορριπτέα.
Με το κριτήριο του σχετικισμού αναδεικνύεται και το κριτήριο της ωφελιμότητας της Αλήθειας καθώς σύμφωνα με τον Νίτσε στο Πέρα από το Καλό και το Κακό , το ζήτημα είναι να μάθουμε σε ποιόν βαθμό τούτη η κρίση είναι κατάλληλη για να προάγει τη ζωή , να την επικυρώσει , να διατηρήσει το είδος ή μάλλον να το βελτιώσει. Μια τέτοια αντίληψη για την αλήθεια σε σχέση με το ψέμα και το ζήτημα της ωφελιμότητας που προσφέρει, εκφράζεται και από το φιλοσοφικό ρεύμα του πραγματισμού. Οι φιλόσοφοι του πραγματισμού υποστηρίζουν ότι εκείνο που πραγματικά είναι ένα πράγμα ανάγεται στο σύνολο των αποτελεσμάτων του. Μόνο η επιτυχής έκβαση μιας υπόθεσης , μέσω των αποτελεσμάτων που παράγει , μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αξία της. Ωστόσο , δεν έχουμε ανάγκη από ένα κριτήριο για να ξεχωρίσουμε ένα αληθή από έναν ψευδή μάρτυρα; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα πάντα επιτρέπονται ; ο Σπινόζα θεωρούσε ότι η ωφελιμότητα δεν αποτελεί κριτήριο με βάση το οποίο μπορούμε να περιγράψουμε ότι θεωρούμε αληθές . υποστήριζε ότι το αληθές είναι γνώμονας του εαυτού του και του εσφαλμένου. Η αλήθεια δηλώνεται μέσω εγγενών κριτηρίων . Μέσα από μια αναφορά στην κανονιστικότητα της αλήθειας μπορούμε να διακρίνουμε μια αληθή από μια ψευδή κρίση . παράδειγμα μια ορθή απόδειξη από ένα καθαρά παραισθητικό παραλήρημα. Διάκριση που οφείλουμε να επισημάνουμε όχι μόνο στο πεδίο την θεωρητικών αληθειών αλλά και στην τάξη των ηθικών αληθειών που μας βοηθούν να κατευθύνουμε τις πράξεις μας : οι θεωρητικές αλήθειες περιγράφουν τον κόσμο ως έχει ενώ οι δεύτερες υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνουμε. Έχουμε ανάγκη να αναφερόμαστε στην ιδέα ότι υπάρχουν αποφάνσεις ηθικές που δεν είμαστε σε θέση να τις αμφισβητήσουμε . Η ιδέα της καθολικής αλήθειας θεωρείται εγγενές στοιχείο και αποκτά κανονιστικό χαρακτήρα καθώς δεν εκφράζει μια ιδιαίτερη γνώμη αλλά ένα μια αλήθεια που αφορά την ίδια την ύπαρξη μας. Πχ η πρόταση δεν πρέπει να είμαστε αντισημίτες αφορά την ύπαρξη μας και αντιδιαστέλλεται της πρότασης που εκφράζει μια ιδιαίτερη γνώμη , προτίμηση π.χ. για κάποιο είδος ποτού .
Ρεαλισμός ή ιδεαλισμός;
Αλήθεια και μη αντίφαση.
Το κριτήριο της μη αντίφασης συνδέεται με μια ορθολογική σύλληψη του κόσμου , και τη δυνατότητα της αντικειμενικής περιγραφής του. Ο Νίτσε θεωρούσε ότι η άρνηση της αντίφασης εκφράζει τον φόβο που έχουν απέναντι της τα πνεύματα που είναι πολύ αδύναμα για αντέξουν την αντιπαράθεση των αντιθέτων. Αντιλαμβάνεται την αλήθεια ως ερμηνεία ενός γεγονότος που έχει ως στόχο την ανάδειξη των κρυμμένων νοημάτων , της κρυμμένης αλήθειας , των προθέσεων και των παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Για τον Νίτσε η αλήθεια ξεπερνά το διαλεκτικό σχήμα του Χέγκελ , σύμφωνα με τον οποίο η αντίφαση είναι μια στιγμή στην εκδίπλωση της αλήθειας : η στιγμή της αντιπαράθεσης των αντιθέτων πριν την συμφιλίωση τους σε μια ανώτερη ενότητα που υπερβαίνει την αντίφαση και ξαναγίνεται ταυτόσημη με τον εαυτό της. Ο Νίτσε καταλήγει σε ένα λογικό πεσιμισμό και υποστηρίζει ότι τα πράγματα αντιφάσκουν διότι το ίδιο το είναι, είναι εγγενώς αντιφατικό . η προσπάθεια να αναδείξουμε την αρχή της μη αντίφασης σε ύστατο θεμέλιο της αλήθειας ισοδυναμεί με μια προσταγή να επιβάλλουμε στην πραγματικότητα μια αλήθεια που εδράζεται μόνο στη λογική μας σκέψη. Έτσι , θα πρέπει να απαλλαγούμε από αυτό το κριτήριο και να αναδείξουμε τον υπεράνθρωπο που διαθέτει μια βούληση επαρκώς δυνατή για να συναινέσει και σε ό,τι κομίζει η πορεία των πραγμάτων , ακόμα και τις εντάσεις , τις αντιθέσεις , και τις πλέον ακραίες αντιπαραθέσεις. Τη θέση αυτή του Νίτσε οφείλουμε να την έχουμε υπόψη μας όταν μιλούμε για την αλήθεια.
Η αλήθεια ως παράσταση και η διαμάχη για τη συμφωνία.
Η χρησιμοποίηση του κριτηρίου της συμφωνίας για τον ορισμό της αλήθειας φθάνει μέχρι τον Αριστοτέλη. Στην πραγματεία του Περί ερμηνείας εξηγούσε ότι οι ήχοι που εκπέμπουμε είναι σύμβολα, των ψυχικών καταστάσεων μας , με τις οποίες διατηρούν μια σχέση αντιστοιχίας Επιπλέον , υποστήριζε ότι ,αν ανάμεσα στις λέξεις και τις ψυχικές καταστάσεις η αντιστοιχία παίρνει τη μορφή μιας σημασιακής σχέσης , την οποία εκφράζει ο όρος σύμβολο , τότε η αντιστοιχία ανάμεσα στις σκέψεις και τα πράγματα είναι μια σχέση ομοιότητας. Αληθείς είναι οι προτάσεις που μας κάνουν να βλέπουμε τα πράγματα. Ο αληθής λόγος είναι εκείνος ο οποίος εκφράζει μια σχέση που δεν είναι μόνο στη τάξη της σημασίας αλλά εκφράζει και τη σχέση ομοιότητας. Έτσι , ο δεσμός που εγκαθιστά , στη σκέψη μας μια πρόταση που συσχετίζει ένα κατηγορούμενο Κ με ένα υποκείμενο Υ οφείλει για να είναι αληθής να αναφέρεται στα ίδια τα πράγματα: θα λέγαμε ότι υπάρχει ένα είδος αλήθειας στα ίδια τα πράγματα. Οι μεσαιωνικοί σχολιαστές του Αριστοτέλη, εκφράζοντας την αντιστοιχία της σκέψης με το πραγματικό πρότειναν το κριτήριο της συμφωνίας. Ο Θωμάς ο Ακινάτης όρισε την αλήθεια ως την συμφωνία ανάμεσα στο πράγμα και τη νόηση . Ο Σπινόζα θεωρούσε ότι μια αληθής ιδέα πρέπει να συμφωνεί με το αντικείμενο του οποίου αποτελεί ιδέα, διότι μια αληθής ιδέα στην ανθρώπινη ψυχή είναι ιδέα τέλεια υπάρχουσα εν θεώ, καθόσον ο Θεός εκφράζεται υπό της ανθρώπινης ψυχής. Θεώρημα ΜΓ¨ Αντιστοιχία , συστοιχία , ομοιότητα , συμφωνία : η ιδέα δεν είναι αληθής παρά ,αν αναπαριστά το πράγμα όπως ακριβώς είναι. Αυτό που είναι παρόν στη σκέψη μας είναι η παράσταση του πράγματος . το ερώτημα για την αλήθεια ισοδυναμεί με την παράσταση του πράγματος . ωστόσο , με ποιο τρόπο είναι αληθείς οι παραστάσεις; Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η παράσταση είναι ορθή και επομένως είμαστε βέβαιοι για την αλήθεια της; Ποιες παραστάσεις είναι αληθείς και ποιες είναι ψευδής; Χρειάζονται συμπληρωματικά κριτήρια.
Ο Καρτέσιος
Ο Καρτέσιος έθεσε ως κριτήρια της αλήθειας την βεβαιότητα μιας πρότασης η οποία παράγεται από αληθείς και γνωστές αρχές. : ως αληθείς θεωρούνται οι προτάσεις που εμφανίζουν μια μακρά αλυσίδα λόγων , όπου η κίνηση της παραγωγής είναι συνεχής και αδιάκοπη. Οι πρώτες αρχές θεμελιώνονται διαισθητικά από την προφάνεια με την οποία εμφανίζονται στον ανθρώπινο νου. Δεν υπάρχουν άλλες οδοί για να φτάσουμε στην αλήθεια πέραν της ολοφάνερης διαίσθησης και της αναγκαίας παραγωγής. Στο σημείο αυτό μπορούμε να προβληματιστούμε σχετικά με τα κριτήρια της αλήθειας καθώς για να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε την αλήθεια , θα έπρεπε ήδη να τη γνωρίζουμε, και τότε για ποιο λόγο να αναζητούμε κριτήρια για να είμαστε βέβαιοι; Ωστόσο , ο Ντεκάρτ θεμελιώνει την δυνατότητα για γνώση της αλήθεια όχι στον αντικειμενικό κόσμο αλλά στο υποκείμενο καθώς : η βεβαιότητα περιλαμβάνεται όχι στα αντικείμενα αλλά στη σκέψη μας. Αναφέρει ο Ντεκάρτ :γνωρίζω εμπειρικά μέσα μου μια ορισμένη δύναμη του κρίνειν. Η σκέψη είναι αυτή η οποία ανάλογα με την επιθυμία μου για αλήθεια που με οδηγεί τόσο στο αληθές όσο και στο ψευδές. Ο Καρτέσιος αντιλήφθηκε ότι το θεμελιακό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι το υποκείμενο της θεωρίας και γενικά της συνειδητής ζωής και όχι τα αντικείμενα της εμπειρίας και της θεωρίας. Στη φράση σκέφτομαι άρα υπάρχω θεμελιώνει το σκεπτόμενο υποκείμενο , ως τη μόνη ασφαλή αφετηρία προς την ακριβή γνώση του αντικειμενικού κόσμου και προβάλλει την ιδέα του σκεπτόμενου εγώ ως την κυρίαρχη ιδέα του Δυτικού πολιτισμού των νεώτερων χρόνων .
Υπαρξιακή προσέγγιση της αλήθειας
Ωστόσο , σε μια άλλη διαφορετική σύλληψη για την αλήθεια, η ακρίβεια ενός συλλογισμού ή η πιστοποίηση ενός γεγονότος δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι φανερή , ούτε είναι κάτι φυσικό το οποίο ταυτίζεται με το πραγματικό. Η αλήθεια έχει περιεχόμενο και μορφή δική της, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα πράγματα , την ανακριτική λειτουργία του νου και την αποδεικτική διαδικασία ενός θεωρήματος. Έχει ωστόσο η αλήθεια μεταφυσικό περιεχόμενο; Η αλήθεια είναι το Αγαθό ή το νόημα της καλοσύνης που δεν ταυτίζεται ούτε με την απόδειξη , ούτε με την εμπειρία ενός πράγματος μόνο. Η αλήθεια αντίθετα από το ψέμα είναι αυτόνομη, άναρχη και διαθέτει ανεξάρτητη ύπαρξη. Το αντίθετο της δεν είναι το ψέμα . Το ψέμα είναι ανακρίβεια. Είναι απουσία της αλήθειας καθώς το ψέμα δεν έχει μεταφυσική οντότητα . Αποτελεί παραποίηση της αλήθειας καθώς αυτονομείται από αυτή. Το ψέμα δεν υπάρχει καθεαυτό, παρά μόνο ως απομόνωση από το στοιχείο του Αγαθού. Τα κακό εισβάλλει εξαιτίας της κτιστότητας των όντων , καθώς κάθε δημιουργία είναι πτώση εμφανίζεται ως διαίρεση ,αλλοτρίωση και απομάκρυνση από την όντως ζωή. Έτσι , η αλήθεια εκφράζεται ως επιθυμία για την αλήθεια ως φιλαλήθεια , ως αναζήτηση της αλήθειας , σε μια διαδικασία αενάως ανοικτή καθώς το υποκείμενο είναι και παραμένει απροσδιόριστο. Η αλήθεια νοείται όχι ως ακρίβεια της περιγραφής γεγονότων, ή πιστοποίηση μέσω συλλογισμών των φαινομένων ή τέλος εξίσωσης ή ανταπόκρισης νου και πραγμάτων. Η γνώση αυτού του είδους παραμένει μια γνώση περιγραφική εξωτερική που δεν αφορά την ουσία των πραγμάτων. Η αλήθεια ως αλήθεια που αφορά το είναι συλλαμβάνεται μέσα από τη Σκέψη που μας οδηγεί στο είναι. Η Σκέψη είναι η σύλληψη του όντος στην ολότητα του και πραγματώνεται μέσω της μυστικής ενόρασης , της ποίησης , της θρησκευτικής ,αποφατικής σύλληψης του κόσμου.
Σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ(1813-1855), ο άνθρωπος είναι σύνθεση του απείρου και του πεπερασμένου. Στη σύνθεση αυτή συνίσταται η ουσιαστική φύση του ανθρώπου η οποία χαρακτηρίζεται από την ελευθερία ως δυνατότητα εκλογής που εκφράζεται με την πίστη και την δημιουργικότητα είτε προς την νέα δυνατότητα και το αιώνιο είτε προς το πεπερασμένο που χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα. Ο Κίρκεγκωρ θα εισάγει στη φιλοσοφική σκέψη την έννοια της απελπισίας μια και θεωρεί ότι η «ασθένεια προς θάνατον» είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων. Ο άνθρωπος απελπίζεται είτε διότι δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι απελπισμένος είτε διότι δεν θέλει να μείνει μόνος ενώπιον του Θεού αναζητώντας καταφύγιο στη μαζική συμβίωση και τις εκδηλώσεις του πολιτισμού είτε τέλος απελπίζεται αντιλαμβανόμενος ότι πρέπει μόνος να σηκώσει το βάρος της ύπαρξη του μένοντας μόνος ενώπιον του Θεού χωρίς την παρηγοριά της συμμετοχής στη κοινή ζωή της ανθρωπότητας. Αιτία της απελπισίας είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό. Η αποκοπή αυτή από τον Θεό έχει ως αποτέλεσμα την αγωνία που δοκιμάζει η ύπαρξη του ανθρώπου καθώς ο άνθρωπος στα βάθη της συνείδησης του αισθάνεται την ενοχή και την καταδίκη του σε τιμωρία λόγω της παρακοής στο θέλημα του Θεού. Η αγωνία αυτή είναι διαφορετική από το αίσθημα του φόβου καθώς αναφέρεται στο πνεύμα του ανθρώπου που αγωνιά απέναντι στην προοπτική του Μηδενός αλλά και της συναίσθησης της απόλυτης ελευθερίας του να εκλέξει δια της απόφασης τον τρόπο της ύπαρξης του. (Νησιώτης, 1956).
Η ανάγκη για ένα στήριγμα που να εξηγεί την ύπαρξη του κόσμου και να απαντά στο ερώτημα που θέτει ο φιλοσοφικός στοχασμός « γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;» οδηγεί τη σκέψη του Κίρκεργκωρ στο αίτημα για την αλήθεια η οποία αφορά ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου καθώς συνδέεται με την Ιδέα η οποία αποτελεί την ουσία ολόκληρης της ζωής του ανθρώπου.
Η αλήθεια είναι το να ζεις σύμφωνα με την Ιδέα που σημαίνει πως η αλήθεια δεν είναι επίτευγμα διανοητικό και άρα με αντικειμενική ισχύ αλλά αλήθεια είναι η ζωή που ανταποκρίνεται στην Ιδέα. Η ζωή δεν είναι απλή βιολογική παρουσία αλλά η υποστασιακή παρουσία στο κόσμο , η επίγνωση του βάθους της ύπαρξης , η συνείδηση της ελευθερίας και της αγωνίας που διακατέχει το ανθρώπινο πνεύμα. Η Ιδέα ταυτίζεται με τη ζωή και η ζωή σύμφωνα με την Ιδέα αποκτά νόημα και σκοπό καθώς βιώνεται από την κάθε υπόσταση ξεχωριστά και χαρακτηρίζεται από την ροπή υπερβάσεως του εφήμερου και του πεπερασμένου προς το αιώνιο και το θεϊκό. (Wahl, 1970, Μπούμπερ, 1987).
Ο Κάρλ Γιάσπερς (1883-1969), στις κατηγορίες της σκέψης του Κίργκεγκωρ , της απελπισίας της αγωνίας, της ενοχής, του προσώπου, της υπέρβασης πρόσθεσε τις κατηγορίες της ιστορικότητας και της επικοινωνίας μεταξύ των πνευμάτων. Ο Γιάσπερς δέχτηκε την επιρροή του Κίργεργκωρ στον οποίο οφείλει τον όρο υπόσταση[1], ενώ παράλληλα επηρεάστηκε από τον Καντ θεωρώντας ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διατύπωσης μεταφυσικών λογικών κρίσεων.
Ο Γιάσπερς στη γνωσιολογία του στρέφεται κατά του ορθολογισμού υποστηρίζοντας ότι ο ορθός λόγος διαφωτίζει την επιφάνεια αλλά αδυνατεί να περιγράψει την αλήθεια για τον άνθρωπο. Η αλήθεια δεν ταυτίζεται με την ακρίβεια της επιστήμης ούτε με την αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας. Την αλήθεια για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο την μαθαίνουμε μέσα από την επικοινωνία των υποστάσεων και την κατάκτηση της προσωπικής μας ελευθερίας. Ο άνθρωπος υπάρχει μέσα στην ιστορία και γίνεται πρόσωπο στο βαθμό που συνειδητοποιεί αυθεντικά τον εαυτό του και κατακτά την προσωπική του ελευθερία σε σχέση με τον Θεό. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται μέσα στην ιστορική ζωή και ολοκληρώνεται ακόμα και βιολογικά μέσα στον πνευματικό πολιτισμό. (Γιάσπερς, 1968)
Μάρτιν Χάϊντεγκερ (1889-1976)
Ο Μάρτιν Χάϊντεγκερ (1889-1976) , θεωρεί ότι το ερώτημα για τον άνθρωπο εμπεριέχεται στο ερώτημα « γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;» το οποίο αποτελεί το μοναδικό φιλοσοφικό ερώτημα και συνδέεται με το πνευματικό και ιστορικό πεπρωμένο του Δυτικού Πολιτισμού. ( ΧάΪντεργκερ,1973) Σύμφωνα με τον Χαϊντεγκέρ, το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;» είναι το ερώτημα το οποίο όταν πραγματικά τεθεί μεταβάλλει οντολογικά την ύπαρξη του ανθρώπου. Η αυθεντική υπόσταση είναι αυτή που αντιλαμβάνεται την οντολογική διαφορά, δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στα επιμέρους όντα και τα Όντα στο σύνολο τους (ΧάΪντεργκερ, 1973).
Ο Χάϊντεργκερ ανατρέχει στους προσωκρατικούς φιλοσόφους οι οποίοι έθεσαν το ερώτημα για το Είναι. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν τη λέξη «φύση» όχι ως γέννηση αλλά ως φανέρωση αυτού που παραμένει κρυμμένου. Φύση είναι η έκ- σταση , και η παρουσία που ταυτίζεται με το ίδιο το Είναι των όντων. Η φύση με την πρωταρχική της σημασία σημαίνει τον ουρανό και τη γη , τη πέτρα και τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο την ανθρώπινη ιστορία και την ύπαρξη και παρουσία των θεών στον κόσμο (ΧάΪντεργκερ, 1973).
Το ερώτημα για την αλήθεια των πραγμάτων και του λόγου της ύπαρξης τους βγάζει τον άνθρωπο από την περιοχή της ορθολογικής γνώσης και τον μεταφέρει στην θέληση για γνώση και στην απόφαση για φωτισμό του πραγματικού. Γνωρίζειν, σημαίνει να είσαι ικανός να γνωρίζεις και να ίστασαι διαρκώς στην παρουσία των όντων. Σημαίνει παράδοση στην αλήθεια , στη φανέρωση των όντων και όχι κατοχή πληροφοριών. Η αλήθεια ταυτίζεται με το ερώτημα για το νόημα του Όντος και αλήθεια είναι η έξοδος από την λήθη, η αποκάλυψη αυτού που μένει κρυμμένο. Με αυτή τη θεώρηση της αλήθειας. ως αποκάλυψης, ο Χάϊντεγκερ απορρίπτει την θέση της κλασικής μεταφυσικής που όπως είδαμε ταύτισε την αλήθεια με την συμφωνία διάνοιας και πράγματος. Η αλήθεια δεν νοείται ως αναπαράσταση που δημιουργείται στο νου από τα δεδομένα της εμπειρίας και ταυτίζεται με την ορθολογική γνώση αλλά εκλαμβάνεται ως βαθύτερη σύλληψη της πραγματικότητας που προσεγγίζουμε με την ενόραση τη φιλοσοφική και την ποιητική που μας οδηγεί προς την Σκέψη για την κατανόηση του ΄Οντος. Η αντίληψη της αλήθειας ως αναπαράστασης συνέβαλλε στην αντικειμενοποίηση της ύπαρξης και οδήγησε στον σύγχρονο μηδενισμό. Η εγκατάλειψη του ερωτήματος για το Είναι διάβρωσε τα θεμέλια του Δυτικού Πολιτισμού με αποτέλεσμα την πνευματική παρακμή η οποία χαρακτηρίζεται από την φυγή των θεών , την καταστροφή της γης, τη μαζοποίηση του ανθρώπου, το μίσος και την υποψία απέναντι σε κάθε τι δημιουργικό. Η επικράτηση της τεχνικής και η οικονομική εκμετάλλευση του κόσμου , η θεώρηση του χρόνου ως ταχύτητα , η επικράτηση του στιγμιαίου και η εξαφάνιση του χρόνου από την ιστορία των λαών παράλληλα με το ξερίζωμα των παραδοσιακών κοινοτήτων συνθέτουν το μωσαϊκό της νεωτερικότητας (ΧάΪντεργκερ,1973).
Ηράκλειτος
Ο Ηράκλειτος θεμελίωσε εξαρχής μια διαφορετική αντίληψη για την αλήθεια , τη μέθοδο διερεύνησης της και τη δυνατότητα γνώσης της. Ο Ηράκλειτος ταυτίζει την αλήθεια με τον κοινό λόγο ο οποίος εκφράζει την αιώνια αλήθεια που ρυθμίζει τον τρόπο ύπαρξης των συμβάντων. Η νομοτέλεια αυτή του γίγνεσθαι , που αποτελεί και την ουσία της αλήθειας , είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους και πραγματώνεται διαμέσου των ανθρώπων, ενώ έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από αυτούς. Η μετοχή στο κοινό περιεχόμενο της αλήθειας εξασφαλίζει τη σοφία και τη σύνεση. Αρετή,είναι να συλλαμβάνεις το κοινό περιεχόμενο της αλήθειας και να μη διεκδικείς μια σοφία ιδιωτική. Αναφέρει ο Ηράκλειτος: Γι αυτό πρέπει να ακολουθούμε τον καθολικό λόγο δηλαδή τον κοινό γιατί καθολικός είναι κοινός. Και ενώ ο λόγος είναι καθολικός , οι περισσότεροι ζουν σαν να έχουν ιδιωτική σκέψη. Απ 2.
Έτσι , η αλήθεια είναι: Το να σκέφτεται κανείς σωστά (η φρόνηση) είναι μέγιστη αρετή , και σοφία είναι το να λέει κανείς την αλήθεια και να ενεργεί σύμφωνα με τη φύση , αφού τη γνωρίσει. απ 112
Το κοινό αυτό περιεχόμενο της αλήθειας δεν προσεγγίζεται ορθολογικά , ούτε με την πολυμάθεια. Η αλήθεια δεν αποτελεί προϊόν της σκέψης ή των δεδομένων των αισθήσεων αλλά αφορά τον ίδιο μας τον εαυτό και την έρευνα του. Η μέθοδος προς την αναζήτηση της αλήθειας που ταυτίζεται με το Λόγο , δηλαδή την κανονικότητα που διέπει τον κόσμο, βρίσκεται στην αναζήτηση του ίδιου μου του εαυτού. Αναζήτησα τον εαυτό μου. Απ. 101
Η αναζήτηση αυτή με οδηγεί στο ξεπέρασμα των ατομικών πεποιθήσεων που σχηματίζονται άκριτα είτε από αυτά που λέγονται είτε από τα δεδομένα της εμπειρίας , ώστε να οδηγηθώ σε ένα ανώτερο είδος γνώσης που είναι πηγή της ελευθερίας και της αυτονομίας, μέσω του στοχασμού και της ενόρασης . Η αιώνια αλήθεια , το Ένα που είναι τα πάντα , η θεία και ευφυής αρχή που μας περιβάλλει και προκαλεί την τακτοποίηση του κόσμου , μέσα μας, νοθεύεται με κατώτερα στοιχεία και κατά συνέπεια με την ανοησία. Η αλήθεια, για την ψυχή που ζει σύμφωνα με αυτή, ταυτίζεται με το ήθος ,δηλαδή τον χαρακτήρα , ο οποίος εκφράζει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και διαμορφώνεται από τη μέριμνα για την εσωτερικότητα αυτή. Το ήθος για τον άνθρωπο είναι ο προστάτης θεός του . Απ 119 . Αυτό που είναι ο άνθρωπος ορίζεται ως παραμονή και εγγύτητα προς το θείο το ήθος γίνεται η ουσία του ανθρώπου. Το ήθος είναι ο τρόπος, με τον οποίο είναι ο άνθρωπος. Ο τρόπος αυτός, είναι της μετοχής στη δεδομένη καθολική αλήθεια. Η αλήθεια της σχέσεως με το θεϊκό ορίζει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου.
Ταυτόχρονα η άκριτη ικανοποίηση των επιθυμιών μας εξασθενίζει την ψυχή και οδηγεί στη διαφθορά. Η ψυχή που επιδίδεται και αναζητά τις απολαύσεις εξασθενίζει και γίνεται υγρή, στην ορολογία του Ηράκλειτου.
Είναι δύσκολο να αντιτάσσεται κανείς στις επιθυμίες του. Γιατί ό,τι θέλει το αγοράζει με τίμημα την ψυχή του. Απ 85
Δεν είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους να εκπληρώνονται οι επιθυμίες τους. Απ 110
Για να μιλήσουμε με σύνεση , πρέπει κανείς να κάνει τον εαυτό του ισχυρό με τον κοινό λόγο που διέπει τα πάντα, όπως η πόλη με τον νόμο, και πολύ ισχυρότερα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον έναν, τον θεϊκό γιατί εξουσιάζει τόσο όσο επιθυμεί και επαρκεί για όλα και επιζεί όλων. Απ. 114
Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα , ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον πρωτακούσουν . ενώ δηλαδή τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την νομοτέλεια αυτή , οι άνθρωποι μοιάζουν με άπειρους , όταν καταπιάνονται με λόγια και με έργα ,σαν και αυτά που διηγούμαι ,διαιρώντας κάθε πράγμα σύμφωνα με τη φύση του και εξηγώντας το πώς έχει. Οι κοινοί όμως άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση τι κάνουν στον ξύπνιο τους , όπως λησμονούν όσα είδαν στον ύπνο τους. απ 1.
Η αλήθεια είναι τα πράγματα όπως έχουν δηλαδή όπως είναι. Ο Χαίλντερλιν στους Τιτάνες γράφει : και μεθυσμένοι , από το αληθές , πως όλα είναι όπως είναι.
Η αναζήτηση αυτή της αλήθειας περιλαμβάνει και αυτό που δεν είναι φανερό. Η αλήθεια εκφράζεται μέσα από χρησμούς ώστε ο καθένας να αναλάβει την προσπάθεια ερμηνείας και αποκάλυψης της αλήθειας προσωπικά. Στη Θεογονία του Ησιόδου δεν υπάρχει αναφορά στην αλήθεια χωρίς το φως της μνήμης και των αναμνήσεων : και αυτό που φωτίζει τη νύχτα και σπάει τη σιωπή είναι ο λόγος. Η μνήμη είναι η αποκωδικοποίηση του αοράτου. Σύμφωνα με τον Χέγκελ : εγώ θυμάμαι σημαίνει εγώ διεισδύω στο εσωτερικό μου , ενθυμίζω εμένα. Το να βρεις την αλήθεια σημαίνει να θυμηθείς , επώδυνα να «διεισδύσεις μέσα στον εαυτό» για να μπορέσεις να δημιουργήσεις τη δυνατότητα ενός διαλόγου φτιαγμένου με τη λέξη και τη συνάντηση , δια – λεκτικό με τον εαυτό και τον άλλον. Ωστόσο , η γνώση του εαυτού δεν αφορά το επιμέρους , τις ιδιότητες τα πάθη και τις αδυναμίες. Η γνώση και η αλήθεια ταυτίζεται με την γνώση της αλήθειας του ανθρώπου , καθώς και της αλήθειας καθ¨εαυτήν και δι¨εαυτήν – της ίδιας της ουσίας ως πνεύματος.
Το νόημα του όντος εκδηλώνεται με τον λόγο του όντος ,δηλαδή με έλλογο φθέγμα που συλλαμβάνει το ον και όπου το ον υπερβαίνει την κρυπτότητα του , την αδιαφάνεια του και γίνεται αλήθεια και φως. Αλήθεια στα ελληνικά είναι «α – λήθεια» και σημαίνει αυτό που δεν είναι κρυμμένο. Με το λόγο το ον καθίσταται νοηματισμένο και κατανοητό. Ο λόγος είναι μια μορφή η οποία αποκαλύπτει το νόημα του Όντος. Το ονομάζειν δεν αποτελεί στην περίπτωση αυτή απόδοση ιδιοτήτων στα πράγματα, αλλά αντίθετα, η λέξη ανοίγει ένα δρόμο προς την φανέρωση αυτού που είναι κρυμμένο. Η αποκάλυψη αυτού που δεν είναι φανερό, στις λέξεις ,αφορά το ίδιο μας το είναι και σηματοδοτεί ένα θάνατο. Τον δικό μας κάθε φορά θάνατο ανάμεσα σε αυτό που ήμασταν κάποτε και σε αυτό που κατακτούμε μέσω του λόγου, δηλαδή, της αλήθειας ως φανέρωσης και συνακόλουθα της κατάκτησης της οικειότητας με τον εαυτό μας . Το Είναι σημαίνει: να ίστασαι εντός του φωτός και να αποκτάς σταθερότητα. Ο Πίνδαρος αναφέρει: γένοι οίος είσσί μαθών . «Είθε καθώς μαθαίνεις να γίνεσαι αυτός που είσαι».
Η αλήθεια λοιπόν , είναι πικρή διότι σημαίνει την αποκάλυψη και ενθύμηση , επώδυνων συναισθημάτων , σκέψεων, ανεκπλήρωτων επιθυμιών , τραυμάτων, ματαιώσεων και ελλείψεων . Περιλαμβάνει αυτό που ήδη ξέρω, ως επιθυμία , αλλά επιθυμώ να ξεχάσω. Είναι πικρή διότι η αναζήτηση της απαιτεί την ικανότητα να αντέχω την αγωνία , την αμφιβολία , το άγχος την έλλειψη, το κενό που αισθάνομαι μπροστά στην ανάδυση της αλήθειας και την μετάβαση από τη μια κατάσταση σε μια άλλη. Επιπλέον,η φανέρωση της αλήθειας στις λέξεις , με οδηγεί στα ίδια τα πράγματα που θέλω να αποφύγω, την ενοχή που αποκαλύπτεται στις λέξεις και το άγχος μπροστά ελευθερία που κληροδοτήθηκε ως ομιλούντα όντα και αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό μας. Την απελπισία μπροστά σε μια εικόνα που δεν είναι καθόλου ευχάριστη για μένα. Η συνάντηση αυτή με την αρνητικότητα, το κακό δηλαδή , μέσα μου εξαρχής δεν είναι ευχάριστη, τουναντίον μάλιστα μου προκαλεί αισθήματα δυσαρέσκειας και πόνου τα οποία προσπαθώ να αποφύγω.
Ωστόσο , πως ζω όταν αρνούμαι να μιλήσω και μένω στη σιωπή; Η συνάντηση με την αλήθεια σχετίζεται με την ικανότητα κάποιου , να αγαπά , να αποφασίζει , να σκέφτεται ελεύθερα, και ανεξάρτητα, από τους εξωγενείς παράγοντες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Η αλήθεια εμφανίζεται ως κατάκτηση της αυτονομίας , δηλαδή ως ελευθερία από την επιδίωξη εξωτερικών αγαθών, όπως είναι η δόξα ,ο πλούτος , και η επιτυχία. Η ονομασία των πραγμάτων αποβάλλει το φόβο για τα πράγματα και σημαίνει διάνοιξη προς το πραγματικό είναι. Τίποτα δεν προκαλεί ταραχή όταν μιλάμε για αυτό. Όσο περισσότερο ελεεινοί είστε , τόσο το καλύτερο, αναφέρει ο Λακάν. Το ελεεινό, ακριβώς είναι το να μη μιλάμε για αυτό. Έτσι , η αλήθεια ενώ έχει μια πικρή γεύση οδηγεί στο φώς. Στη φανέρωση. Έτσι, λέμε η αλήθεια λάμπει , η αλήθεια θα αποκαλυφθεί , η αλήθεια είναι η οδός και η ζωή.
Βιβλιογραφία
Γιανναράς, Χρ. (1970) Η Ελευθερία του Ήθους. Αθήνα : Αθηνά.
Γιασπερς. Κ.(1968). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. ( Μαλεβίτσης,Χρ. Μεταφρ.- Εισαγωγή, Σχόλια). Αθήνα:Δωδώνη.
Δόικος, Π. (2013). Kierkegaard και Molla Sadra. Το ζήτημα της ύπαρξης και η ανατολική σκέψη. Θεσσαλονίκη: Ρώμη.
Ηράκλειτος (1999). Άπαντα (Τάσος Φάλκος- Αρβανιτάκης Πρόλογος -μτφρ. Επίμετρο : Ι.Σ.Χριστοδούλου) Θεσσαλονίκη :Ζήτρος
Renaut. A.με την συνεργασία των Billier.J.C., Savidan. P. ,Thiaw-Po-Une.L. (2009) Η Φιλοσοφία. ( Μπέτζελος. Τ μτφ. Επιμ μεταφ. Στυλιανού. Α) Πολις:Αθήνα.
Χάϊντεργκερ ,Μ.(1973) Εισαγωγή στη Μεταφυσική. ( Μαλεβίτσης,Χρ. Μεταφρ.- Εισαγωγή, Σχόλια). Αθήνα:Δωδώνη.