Κοινωνικός Αποκλεισμός και Αναπηρία
Μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή καταφαίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι σε άτομα όπως οι ψυχικά άρρωστοι, οι διανοητικά καθυστερημένοι, οι σωματικά μη αρτιμελής και άλλοι. Μία στάση που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα· από την αδιαφορία ή το υποκριτικό ενδιαφέρον, μέχρι τη βίαιη απομόνωσή τους σε ιδρύματα-φυλακές μέχρι και τη φυσική εξόντωσή τους. Τα είδη των περιορισμών που υπάρχουν και οδηγούν στην αναπηρία και οι εμπειρίες που βιώνουν οι ανάπηροι, ατομικά και συλλογικά, ποικίλλουν από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή.
Όλες οι κοινωνίες, διαχρονικά, προσέδωσαν κυρίαρχη θέση στο κάλλος και τη βιολογική ακεραιότητα, η οποία σήμαινε την υγεία, την ευρωστία και κατ’ επέκταση την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Οι κοινωνικο-πολιτιστικοί κανόνες συνδέονται ανοικτά ή κεκαλυμμένα με την υποβάθμιση της κοινωνικής θέσης του αναπήρου.
Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, υπάρχουν αναφορές για την έννοια της «αναπηρίας», είτε ως σωματική είτε ως ψυχική. Στις προϊστορικές κοινωνίες, η επιβίωση εξαρτιόνταν αποκλειστικά από τη σωματική διάπλαση. Έτσι,........... τα παιδιά που γεννιούνταν με «ελαττώματα» τα άφηναν να πεθάνουν ή απεβίωναν μόνα τους λόγω πλημμελούς φροντίδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η Σπάρτη των αρχαίων ελληνικών χρόνων όπου τα παιδιά που θεωρούνταν ασθενικά ή ανάπηρα ρίχνονταν στον Καιάδα ποταμό. Ο Πλούταρχος αναφέρει περιστατικά που συνέβαιναν σε πόλεις και σηματοδοτούσαν την τελετουργική εξόντωση του «αποδιοπομπαίου τράγου» για να εξαγνιστεί η πόλη από την πανούκλα, την πείνα και άλλα δεινά. Αυτές οι στρατηγικές ελέγχου είχαν στόχο να διατηρήσουν τη συνοχή της κοινωνίας. Οι λίγοι τιμωρούνται για το καλό των πολλών, καθώς η εμμονή στο κυρίαρχο κοινωνικό κατεστημένο είναι υψίστης σπουδαιότητας για τη διατήρηση της εθνικής συνοχής.
Η πρώτη επιστημονική προσέγγιση των ψυχοσωματικών αναπηριών έγινε γύρω στο 400 π.Χ. από τον Ιπποκράτη, ο οποίος ανήγαγε τις αιτίες της αναπηρίας σε νόσους του εγκεφάλου. Οι απόψεις του έγιναν δεκτές από την Ελλάδα και τη Ρώμη και έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες για κατανόηση και θεραπεία.
Ο σκοταδισμός και συχνά η θρησκεία οδήγησαν ανά περιόδους την κοινωνία να θεωρεί αμάρτημα κάθε είδους «παρέκκλιση». Οι φυσικές και νοητικές αναπηρίες αποδίδονταν σε δαιμονοπληξία ή θεϊκή τιμωρία, απόψεις που συχνά απαντούν και στις μέρες μας.
Κατά τον Μεσαίωνα, για παράδειγμα, η άρχουσα τάξη συντηρούσε τη δύναμή της και ήλεγχε τους εχθρούς της ανάγοντας πολλά φαινόμενα στον Θεό. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες υπήρξαν μερικά από τα «θύματα» αυτής της κατασκευής. Συγκεκριμένα, τα άτομα με βαριά νοητική υστέρηση είχαν την ίδια σκληρή αντιμετώπιση με τους ψυχικά πάσχοντες, που θεωρούνταν αμαρτωλοί, καθώς στο σώμα τους έβρισκε καταφύγιο το πνεύμα του σατανά, γι’ αυτό και δέχονταν την κοινωνική απόρριψη, το στιγματισμό και τον εγκλεισμό σε άσυλα και ιδρύματα. Μέχρι το 18ο αιώνα, δεκάδες άτομα με αναπηρία θεωρήθηκαν μάγοι και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν βάναυσα, με πιο συχνή τιμωρία το θάνατο στην πυρά.
Στα μέσα του 17ου αιώνα, σε ολόκληρη την Ευρώπη ιδρύθηκαν οίκοι εγκλεισμού που θα δέχονταν «τρελούς» αλλά και ανάπηρους, ζητιάνους, φτωχούς και τεμπέληδες. Όλους όσοι δηλαδή, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της ηθικής της κοινωνίας, έδειχναν σημάδια «διανοητικής παρέκκλισης» Η κοινωνική κατασκευή της αναπηρίας έχει τις ρίζες της στο 18ο αιώνα. Ο Foucault αναφέρει πως την περίοδο εκείνη αναπτύχθηκε η ιδέα του σώματος ως κάτι αντικειμενικό, παθητικό και επιδεχόμενο ανάλυσης. Η σωφρονιστική επιτήρηση σε συνδυασμό με τεχνικές εξετάσεις σε νοσοκομεία, φυλακές, σχολεία και στρατόπεδα, οδήγησε στην εξαγωγή και την καταγραφή ατομικών πληροφοριών, από όπου προέκυψαν οι έννοιες της κανονικότητας. Την ίδια περίοδο, όπως είναι λογικό, σημειώνεται και η διαμόρφωση της Ψυχιατρικής ως επιστήμης, με σκοπό να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό ολόκληρων ομάδων ανθρώπων ενοχοποιώντας το διαφορετικό. Ένα κλίμα κοινωνικής αποδιάρθρωσης φαίνεται να ζητά επίμονα κάποιο εξιλαστήριο θύμα ή κάποια στιγματισμένη ομάδα ως διέξοδο στη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, στην απογοήτευσή της και τελικά για την απόδοση ευθυνών. Όλα αυτά προκύπτουν από την ανάγκη να διατηρηθεί η κοινωνική ισορροπία. Η συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία είναι το σημαντικότερο κριτήριο της κοινωνικής ενσωμάτωσης και άκριτης αποδοχής του άλλου, ενώ οι ομάδες που αδυνατούν να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαδικασία περιθωριοποιούνται.
Διαφορετική στάση απέναντι στα άτομα με «ειδικές ανάγκες» υιοθέτησε η ανατολική Εκκλησία, η οποία παρείχε περίθαλψη και φροντίδα. Τα άτομα με αναπηρία δεν απορρίπτονταν, αλλά αντιμετωπίζονταν με συμπόνια, οίκτο και φιλανθρωπία, όπως ακριβώς συνέβη και την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το αξίωμα της ανθρώπινης ζωής ήταν στο επίκεντρο την περίοδο της Αναγέννησης. Το ενδιαφέρον στράφηκε ακόμη και στην εκπαίδευση των ανάπηρων. Οι ουμανιστές, έχοντας την πίστη ότι για κάθε άτομο υπάρχει θέση στον κόσμο, αφιέρωσαν τη μελέτη τους στα δικαιώματα για αξίες, όπως η ισοπολιτεία και η ελευθερία.
Ωστόσο , από τις αρχές του 19ου αιώνα, «το ψυχιατρικό άσυλο, το σωφρονιστήριο, το αναμορφωτήριο, το ίδρυμα της επιτηρούμενης εκπαίδευσης και ως ένα βαθμό τα νοσοκομεία, λειτουργούσαν με τα δίπολα τρελός-μη τρελός, επικίνδυνος-ακίνδυνος, φυσιολογικός-μη φυσιολογικός και με τη μορφή του καταναγκαστικού προσδιορισμού της διαφορισμένης κατανομής (ποιος είναι, πού πρέπει να βρίσκεται, πώς μπορεί να χαρακτηριστεί, πώς μπορεί να αναγνωριστεί, πώς να ασκηθεί πάνω του μια μόνιμη – ατομικά – επιτήρηση κ.τ.λ».
Διαμορφώνονταν έννοιες που κωδικοποιούσαν αξιολογικά την ανθρώπινη συμπεριφορά σε κανονική και μη, έννοιες που κατασκευάζονταν με γνώμονα τον ορθολογισμό και τη θετικιστική επιστημονική προσέγγιση. Η επικράτηση του ορθολογισμού ορίζει τους όρους του υγιούς-άρρωστου, φυσιολογικού και μη φυσιολογικού ατόμου, όροι που διαμορφώνονται γύρω από τους όρους παραγωγικός-μη παραγωγικός, αρτιμελής-ανάπηρος. Η άνοδος του καπιταλισμού έφερε προβλήματα στην κοινωνική οργάνωση και προκάλεσε αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, στις κοινωνικές σχέσεις και στις συμπεριφορές. Η λύση δόθηκε με τους εγκλεισμούς στα ιδρύματα, τα οποία αποτέλεσαν τον κυριότερο μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 κυριαρχούσε το ιατρικό μοντέλο κατά το οποίο στο κέντρο τοποθετούνταν η αναπηρία ως σύμπτωμα και ακολουθούσε η διάγνωση και η θεραπεία, με όποια επίπτωση αυτή συνεπαγόταν· από νευρολογικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο και λοβοτομή, μέχρι θανατική καταδίκη την περίοδο του ναζισμού. Την περίοδο όμως του 1960, η εμφάνιση διεθνών κινημάτων αναπήρων έφερε στο προσκήνιο ένα νέο μοντέλο, το οποίο λάμβανε υπόψη τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και διατύπωνε για πρώτη φορά ότι η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατασκευή.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, άρχισαν να εφαρμόζονται οι αρχές της θεραπευτικής παιδαγωγικής και της προγραμματισμένης κοινωνικής εργασίας, που απέβλεπαν στην πρόληψη ή και την καταστολή των προβλημάτων των συγκεκριμένων ατόμων και των οικογενειών τους. Το νοητικά καθυστερημένο παιδί που ανήκει στον τύπο του εξελίξιμου είναι ικανό να ασκήσει τις δεξιότητές του και την ικανότητά του για κοινωνική προσαρμογή, καθώς και να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης, ανάλογο με το δυναμικό του, προκειμένου να μπορέσει να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Όμως, παρά τις προσπάθειες αυτές, η κοινωνία της δεκαετίας αυτής εξακολούθησε να διατηρεί απορριπτική στάση, γεγονός που αποδεικνύεται και από το μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων και ορφανοτροφείων που δημιουργήθηκαν με σκοπό να μένουν τα άτομα αυτά μακριά από την κοινωνία
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον σχετικά με την αναπηρία κυριαρχούνταν από θετικιστικές και ιατρικές εξηγήσεις. Οι κοινωνικοί επιστήμονες εκείνης της εποχής ακολουθούσαν λίγο ή πολύ τα ίδια μονοπάτια. «Η κατάργηση αυτής της [ορθοδοξίας] δεν προέκυψε από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά από τους ίδιους τους ανάπηρους… Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας προέκυψε μετά την κεντρική διάκριση μεταξύ βλάβης και αναπηρίας που καθιέρωσε η Οργάνωση των Κινητικά Αναπήρων και το Απελευθερωτικό Δίκτυο των Ανάπηρων Ατόμων».Σύμφωνα με τους Thomas & Barnes «Oι δραστηριότητες και τα κείμενα αυτών των οργανώσεων προετοίμασαν το έδαφος, ώστε ανάπηροι και μη ανάπηροι ακαδημαϊκοί να αναπτύξουν στην πορεία την έννοια της αναπηρίας και την κοινωνική διαδικασία της αναπηροποίησης.»
Το 1989 ιδρύθηκε η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία από οργανώσεις ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους, προκειμένου να υπερασπιστεί θέματα κοινού ενδιαφέροντος για όλες τις κατηγορίες αναπηρίας και να αποτελέσει έναν ανεξάρτητο και ισχυρό φορέα εκπροσώπησης των ατόμων με αναπηρίες και των οικογενειών τους στην ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Βασική αρχή της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία είναι: «Τίποτα για τα άτομα με αναπηρία χωρίς τα άτομα με αναπηρία»
Από το 1990 μέχρι και σήμερα οι οργανώσεις των αναπήρων αποκτούν ιδιαίτερη κινητικότητα παγκοσμίως. Η αναπηρία επαναπροσδιορίζεται ως κοινωνικός ρατσισμός και κοινωνική αδικία, την οποία οι ανάπηροι δεν είναι διατεθειμένοι να δεχτούν. Ο αγώνας τους προσανατολίζεται όχι στην αναζήτηση της θεραπείας, αλλά στη διεκδίκηση του δικαιώματος να είναι διαφορετικοί και να είναι σεβαστή αυτή τους η διαφορετικότητα. Έμφαση δίνεται στην ενδυνάμωση των αναπήρων και στον αγώνα τους για κοινωνική συμμετοχή. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η συνύπαρξη, η έννοια της εκπαιδευτικής και κοινωνικής ισοτιμίας και συμμετοχής και η προσπελασιμότητα σε όλους τους τομείς της ζωής είναι κατευθυντήριες αρχές.
Στο άρθρο 32-36 του Ν.1566 που ψηφίστηκε το 1985, γίνεται αναφορά στην υποχρέωση της πολιτείας για την ανάπτυξη της ειδικής αγωγής και την προσφορά υπηρεσιών και μέσων, ώστε το άτομο με αναπηρία να μπορεί να εκπαιδευτεί και να αναπτύξει τις δημιουργικές του ικανότητες. Η εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ρυθμίζεται σήμερα με το Ν.2817/2000.
Η επιτυχία ενός νομοσχεδίου κρίνεται από τη διάθεση και τη δυνατότητα αυτών που θα κληθούν να το εφαρμόσουν. Αυτή η διάθεση όμως πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμμετοχή όλων στη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, οι νομοθετικές διατάξεις αποφασίζονται από τα αρμόδια υπουργεία, παραβλέποντας τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων. Ενώ δίνεται έμφαση στην ψήφιση νόμων για την ισότιμη μεταχείριση και συμμετοχή στα κοινά, στην ένταξη και γενικότερα σε μέτρα που άρουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, στην πράξη οι διατάξεις παραμένουν απλώς στα ευχολόγια των πολιτικών.