top of page

Ο Φθόνος: Η σημασία των συγκινήσεων στη διαμόρφωση του προσώπου και του πολιτισμού


Στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ου η στροφή που σημειώθηκε στις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία , χαρακτηρίστηκε από την αναγνώριση της σημασίας των συγκινήσεων και του ρόλου τους τόσο στη διαμόρφωση του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου όσο και την διαμόρφωση του πολιτισμού. Η άλογη, ουσιαστικά αναλλοίωτη φύση των ανθρώπινων αισθημάτων , αναγνωρίσθηκε ως το υπόστρωμα της ιστορίας, του πολιτισμού , της πολιτικής , της ηθικής και φιλοσοφικής σκέψης. Η τάση αυτή ήρθε σε αντίθεση με την εικόνα που σχηματίστηκε για τον άνθρωπο από τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, οι οποίοι θεώρησαν τον άνθρωπο ως έλλογο υποκείμενο το οποίο δρα ορθολογικά ξεπερνώντας τη δουλεία των παθών . Επιπλέον , η αναγνώριση των συναισθημάτων και του ανορθόλογου χαρακτήρα της ανθρώπινης δράσης , αντιπαρατέθηκε στην θετικιστική μεθοδολογία και το πνεύμα του επιστημονισμού που ταύτιζε την αλήθεια με την πειραματική απόδειξη και αναδείκνυε την επιστημονική έρευνα ως την μόνη διαδικασία η οποία θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον κόσμο και να βελτιώσει τους όρους της ζωής. Το αίτημα για επιστροφή στη μελέτη και την αναγνώριση του ρόλου των συναισθημάτων στην προσωπική και κοινωνική ζωή συνδέεται με το ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας , της θέλησης , και της επιθυμίας, ως συστατικού στοιχείου της ουσίας του ανθρώπου που συνδέεται με την έλλειψη όπως και με το ζήτημα του αυτεξούσιου.

Οι συγκινήσεις, τα συναισθήματα και τα βιώματα θεωρούνται η ψυχική πρώτη ύλη με την οποία νοηματοδοτείται και αξιολογείται η προσωπική και κοινωνική δράση. Οι συγκινήσεις και τα συναισθήματα αποτελούν το κέντρο της πνευματικής ζωής του ανθρώπου . Πρόκειται για διαδικασίες που καθιερώνουν , διατηρούν , αλλάζουν ή περαιώνουν τη σχέση του προσώπου με το περιβάλλον του και συνδέουν το υποκείμενο με τον κόσμο των προσώπων, των πραγμάτων αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Η μελέτη των συγκινήσεων συνδέει το υποκείμενο της δράσης με τις κοινωνικές και πολιτικές δομές ενώ παράλληλα, καθώς το υποκείμενο είναι και ομιλούν και επιθυμούν βρίσκεται σε σχέση επικοινωνίας με τον εαυτό του και τον κόσμο μέσω των συγκινήσεων. Οι συγκινήσεις σύμφωνα με τον Σάρτρ αποτελούν ένα τρόπο του «είναι μέσα στον κόσμο » , και ορίζονται ως ένα είδος νοητικής διάθεσης που χαρακτηρίζονται από προθετικότητα ή αποβλεπτικότητα, εξατομικευμένη υποκειμενική βίωση και συνειδησιακή διαβάθμιση. Η συγκίνηση αποτελεί μια ενσώματη αξιολόγηση των σχέσεων μας με τον κόσμο και πρωτίστως με τους άλλους. Οι συγκινήσεις αναπτύσσονται εντός του πλαισίου των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων καθώς η πολιτική και κοινωνική δομή αναδεύει στο υποκείμενο συναισθήματα αναλόγως της θέσης που κατέχει το πρόσωπο στη δομή αυτή. Ταυτόχρονα οι συγκινήσεις κινητοποιούν το υποκείμενο προς την κατεύθυνση της δράσης για τη διαμόρφωση της κοινωνικής , θεσμικής και πολιτικής πραγματικότητας. Ο Hume (1711-1776),θεωρούσε ότι η θέληση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εσωτερική εντύπωση που αισθανόμαστε και συνειδητοποιούμε όταν προβαίνουμε σε μια κίνηση του σώματος ή του πνεύματος. Η λογική από μόνη της αδυνατεί να αποτελέσει το κίνητρο οποιασδήποτε θεληματικής ενέργειας. Ο Νίτσε θεωρούσε ότι η εξάλειψη των συναισθημάτων εξαλείφει την θέληση και συνεπάγεται ευνουχισμό της διάνοιας. Ακόμα , σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ (1813-1855), θεωρούσε ότι το συναίσθημα προηγείται της σκέψης και ότι η ιστορικότητα θα πρέπει να βιωθεί ως ένα προσωπικό πάθος το οποίο να είναι η πηγή και η καταγωγή (fons at origo) κάθε πρακτικής εμπειρίας.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗΣ

Η μελέτη λοιπόν των συγκινήσεων καταδεικνύει την σπουδαιότητα των συναισθημάτων και συμβάλλει στην κατανόηση τους διατυπώνοντας προτάσεις που αναγνωρίζουν την σημασία τόσο των βιολογικών όσο και των πολιτισμικών παραγόντων που διέπουν την λειτουργία τους. Το ζήτημα της κυριαρχία του Λόγου έναντι των συναισθημάτων που έθετε η σκέψη του Διαφωτισμού , φαίνεται ότι ξεπερνιέται καθώς το ζήτημα είναι η ενδοσυσχέτιση τους . Αυτό συνεπάγεται σε επιστημολογικό επίπεδο την άρση του δυισμού μεταξύ σώματος και νου καθώς και την κατάργηση μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου . Η άρση του δυισμού επιτρέπει σε μεθοδολογικό επίπεδο την σύνδεση του ατόμου με την κοινωνία καθώς αίρεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική πραγματικότητα και το υποκείμενο αποκτά συνείδηση του κόσμου άμεσα χωρίς τη διαμεσολάβηση της σκέψης ,η οποία ακολουθεί και θέτει σε ενέργεια εκφράζοντας , προσδιορίζοντας και συνδέοντας την πραγματικότητα με τις ιδέες. Από την άποψη αυτή τα συναισθήματα δεν είναι απλές αντανακλάσεις της υλικής πραγματικότητας αλλά συνιστούν ενδιάμεσες μεταβλητές ανάμεσα στο υποκείμενο, το σώμα , τη γλώσσα , την ομάδα, τους θεσμούς, και τα συστήματα αναφοράς. Έτσι , σχηματικά μπορούμε να αναφέρουμε δύο παραδείγματα για την προέλευση και τη δημιουργία των συγκινήσεων : το θετικιστικό οργανικό και το κονστρουξιονιστικό καθώς και ένα τρίτο ήπιο κονστρουξινιοστικό.

Το οργανικό υποστηρίζει ότι οι συγκινήσεις ανάγονται σε ενδοπροσωπικές ψυχονευροβιολογικές διεργασίες εξ αφορμής εξωτερικών ερεθισμάτων ,τα οποία κινητοποιούν τον οργανισμό προκειμένου να αντιδράσει με ένα ορισμένο τρόπο. Το κοντρουξιονιστικό παράδειγμα, υποστηρίζει ότι τα συναισθήματα είναι κοινωνικά, πολιτισμικά φαινόμενα και κατασκευάζονται εντός των πλαισίων της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που ορίζουν τι το υποκείμενο μπορεί να αισθανθεί και πώς να το εκφράσει στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο του. Τέλος , το τρίτο παράδειγμα του ήπιου κονστρουξιονισμού αναφέρει ότι τα συναισθήματα έχουν μια οργανική αγκύρωση, στο πραγματικό κατά τον Λακάν , καθορίζονται όμως από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις και τα κοινωνικώς καθορισμένα πρότυπα του αισθάνεσθαι. Οι συγκινήσεις φαίνεται να έχουν ένα βιολογικό υπόστρωμα, το οποίο δεν μπορεί να παρακαμφθεί , ωστόσο χαρακτηρίζονται από μεγάλη πλαστικότητα. Ο Hume και ο JamesWilliam τονίζουν ότι τα συναισθήματα μολονότι ανεξάρτητα υπεισέρχονται το ένα στο άλλο και ότι ακόμα και αν απαριθμούσαμε ολόκληρη τη σειρά των συγκινήσεων που παρατηρούμε στο σώμα, στην οργανικής τους εκδήλωση και πάλι δεν θα καταφέρναμε να τα περιγράψουμε ακριβώς καθώς συγχωνεύονται επ΄άπειρον και είναι αδύνατον να τα περιγράψουμε ακριβώς. Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική[1]πρότεινε ότι η εξέταση των παθών θα έπρεπε να γίνεται με βάση μια τριμερή διάκριση α) την ενδοπροσωπική κατάσταση του ατόμου που βιώνει το πάθος β) το έναντι ποιών απευθύνονται τα πάθη του και γ) για ποιους λόγους αυτά προκαλούνται.

Ωστόσο , σύμφωνα με τον Rawls, J. (1921-2003), τα ηθικά συναισθήματα δεν είναι ανάγκη να έχουν οργανική έκφραση καθώς αρκεί η δήλωση του υποκειμένου και η ετοιμότητα του να τα δικαιολογήσει. Ακόμα , τα συναισθήματα σε μεγάλο βαθμό είναι ασυνείδητα καθώς μπορεί να σχηματίζονται χωρίς συνειδητή καταγραφή και άρα έλλογη αναγνώριση τους. Η συγκίνηση συχνά απωθείται εξαιτίας την δομικής ύπαρξης του Νόμου και της γλώσσας Οι συγκινήσεις επιπλέον διακρίνονται από το συναίσθημα σύμφωνα με τον χρονισμό καθώς οι συγκινήσεις περιλαμβάνουν το στοιχείο του αιφνίδιου και του βραχύβιου, ενώ αντίθετα τα συναισθήματα έχουν διάρκεια, είναι συγκινήσεις με χρονικό βάθος. Από την άποψη αυτή ο φθόνος αναφέρεται στα κοινωνικά συναισθήματα τα οποία σχετίζονται με την κοινωνική κινητικότητα.

Μια δεύτερη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών συναισθημάτων. Ο Hume διαχώριζε ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα πάθη. Τα άμεσα αναδεύονται με φυσικό και απροετοίμαστο τρόπο από την παρουσία του καλού ή του κακού του πόνου και της ευχαρίστησης και κατά ζεύγη είναι : η επιθυμία και η αποστροφή, η θλίψη και η χαρά, η ελπίδα και ο φόβος, η απόγνωση και η ασφάλεια.

Τα έμμεσα δεν εξαντλούνται στην άμεση αισθητηριακή αντίληψη του καλού και του κακού αλλά στην διπλή σχέση μεταξύ αισθητηριακών εντυπώσεων και ιδεών. Έτσι , οι πρωτογενείς συγκινήσεις είναι ενδογενείς, προοργανωμένες ,εμφανίζονται πρώιμα στην οντογενετική εξέλιξη και έχουν διαπολιτισμική παρουσία. Διάφοροι μελετητές παρουσιάζουν διαφορετικούς καταλόγους παντού όμως αναφέρονται η χαρά, η λύπη, ο φόβος και ο θυμός. Οι δευτερογενείς είναι επίκτητες και προέρχονται από τις αναπαραστάσεις και τις εκούσιες σκέψεις Μπορούν λοιπόν να δεχτούν μετατροπές ως προς την ένταση , το περιεχόμενο και το αντικείμενο τους. Είναι σύνθετα πάθη που δημιουργούνται από τις κοινωνικές και προσωπικές αναπαραστάσεις. Ο φθόνος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι συνδυασμός λύπης και ζήλιας. Ακόμα στον Δάντη αναφέρεται στη τριάδα των ανίερων παθών μαζί με την υπερηφάνεια και τη απληστία. Τέλος τα πάθη χαρακτηρίζονται από το σθένος που αναφέρεται στο ευχάριστο ή το δυσάρεστο μιας συγκίνησης και της διέγερσης που αναφέρεται στο βαθμό έντασης τον οποίο βιώνεται. Ο Αριστοτέλης ορίζει τα πάθη ως εκείνα που αλλάζουν την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου επηρεάζοντας τις κρίσεις του συνοδευόμενα από δυσάρεστο ή ευχάριστο αίσθημα.

Ο ΦΘΟΝΟΣ

Ο φθόνος ορίζεται ως το έντονο συναίσθημα δυσαρέσκειας για την υπεροχή , τα αγαθά ή την ευτυχία του άλλου. Η ζήλια που συνοδεύεται από κακία και μίσος. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το σπρώχνω βίαια, καταστρέφω , πορεύομαι προς την καταστροφή , χάνομαι. [2]Η ζήλια που ορίζεται ως δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κανείς απέναντι σε κάποιον που πλεονεκτεί ή επιτυγχάνει κάτι αξιόλογο ή κατέχει κάτι που δεν έχει ο ίδιος. Η ζήλια δηλώνει την επιθυμία για να αποκτήσει κανείς κάτι καλύτερο , ή το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει απέναντι σε κάποιον που υπερέχει. Ο φθόνος δηλώνει το μίσος που γεννάται στη ψυχή κάποιου για τα πλεονεκτήματα και τα αγαθά που έχει κάποιος άλλος και φαντασιακά μου στερείται. Η ζήλια αναφέρεται ως το επιθυμώ , ¨θέλω ότι έχει΄΄και ως βλέπω κάποιον με θαυμασμό . Αρχαία = ζήλος που σημαίνει έντονη προσπάθεια και επιθυμία για την επίτευξη σκοπού, η ενθουσιώδης εργατικότητα. Ετυμολογικά προέρχεται από το ζητώ ή ζημιά που σημαίνει οποιαδήποτε βλάβη ή απώλεια μειώνει την αξία , την ποιότητα ή την λειτουργικότητα αυτού που υφίσταται Ζητώ σημαίνει ότι έχω ανάγκη από κάτι. Επιθυμώ ή χρειάζομαι κάτι. Αναζητώ , ψάχνω , ερευνώ. Ο φθόνος συνδέεται με την επιθυμία.

Η Πολιτισμική σύλληψη

Ο φθόνος είναι ένα καθολικό συναίσθημα και αναδύεται ως σύγκριση του υποκειμένου με τον Άλλον που έχει ένα καταστροφικό , ανασταλτικό μάταιο και βασανιστικό στοιχείο , καθώς ο φθόνος αφορά την φαντασιακή σύγκριση και όχι την πραγματική βλάβη αυτού που φθονεί. Ο φθονών θέλει να δει τον Άλλον να ταπεινώνεται χωρίς ο ίδιος να έχει ένα πραγματικό όφελος από αυτό. Ο Πλάτων αναφέρει ότι ο φθόνος προκαλείται από την αδικία και την έλλειψη των μέσων για να πραγματώσω το σκοπό μου. Κατά τον Αριστοτέλη[3] ο φθόνος είναι το λυπηρό συναίσθημα που προκαλείται σε τρέχοντα χρόνο από τη σύγκριση κάποιου με τους ομοίους του , όταν εκείνοι επιτυγχάνουν σε κάτι που αυτός θεωρεί πλεονέκτημα , χωρίς όμως ο ίδιος να βλάπτεται πραγματικά. ΟJoseph Epstein (1937-), υποστηρίζει ότι στον αμιγή φθόνο δεν χρειαζόμαστε κάποιο όφελος για τον εαυτό μας, αλλά αρκούμαστε να εξασφαλίσουμε ότι ο διπλανός μας δε θα αποκομίσει κανένα όφελος. Σύμφωνα με τον Hume ,ο φθόνος γεννάται στο υποκείμενο από τη συγκριτική υπεροχή των άλλων , όσο αυτοί κινούνται εγγύτερα του. Ο φθόνος εγείρεται από την ευχαρίστηση που νιώθει κάποιος άλλος με τον οποίο όταν συγκριθούμε μειώνεται η ιδέα για τον εαυτό μας. Ο Ben- Ze¨ev θεωρεί ότι ο φθόνος προκαλείται από την σύγκριση ή και το θαυμασμό με τους σημαντικούς άλλους , με πρόσωπα που ανήκουν στο οικείο συναισθηματικό περιβάλλον. Το ανοίκειο που χαρακτηρίζει το φθόνο σχετίζεται με μια αίσθηση πληγώματος , αγανάκτησης , απέναντι σε μια κατάσταση ματαίωσης , έλλειψης που άλλος φαίνεται να επιβάλλει στο υποκείμενο το οποίο αισθάνεται ότι καθηλώνεται σε μια θέση που αδυνατεί να δράσει επιθετικά όπως θα επιθυμούσε. Το αυτό- μίσος και η κατηγορία απέναντι στη μοίρα ή τον Θεό εκφράζουν ένα πρωταρχικό φθόνο απέναντι του για τη δυστυχία , την έλλειψη και την κακή του τύχη απέναντι στους άλλους που πλεονεκτούν. Το υποκείμενο αρνείται να δεχτεί την έλλειψη ως μια ανθρώπινη κατάσταση. Γύρω από το φθόνο συσπειρώνονται μια σειρά από αρνητικά συναισθήματα όπως η ζήλια, η δίψα για εκδίκηση , η χαιρεκακία η κακολογία η αχαριστία. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, η κακολογία είναι τάση της ψυχής για το κακό που εκφράζεται με λόγια. Ο φθόνος μπορεί να αφορά τον πλούτο, το γόητρο ή την εξουσία αλλά και τα ίδια τα υπαρξιακά χαρακτηριστικά , τις ικανότητες και τις ιδιότητες του Άλλου.

Κατά τον Max Scheler (1759-1805), η φαντασιακή σύγκριση με τον Άλλον παραμένει η πηγή του φθόνου. Ωστόσο , φθονερός ή μνησίκακος γίνεται αυτός που θεωρεί ότι για να αποκτήσει τη δική του αξία πρέπει να την αρπάξει από τον άλλον καθώς τον θεωρεί ανάξιο και ανεπαρκή. Το υποκείμενο χαρακτηρίζεται από βαθιά ανασφάλεια και φθονεί την επιτυχία του Άλλου , αλλά και την απόλαυση του Άλλου ως τέτοια , γεγονός που αποτελεί τη ρίζα κάθε μορφής ρατσισμού.

Το αίσθημα της αξίας μπορεί να αναπληρωθεί είτε με τη δημιουργική εργασία ώστε το υποκείμενο να καλύψει αυτό που θεωρεί ως έλλειψη , είτε με τον ανταγωνισμό με στόχο την υπεροχή έναντι του Άλλου. Ο τρόπος αυτός ευνοείται ιδιαίτερα στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής καθώς ευνοείται ο ανταγωνισμός και η ισοπέδωση της αξίας μέσα από την αναγωγή της στη χρηματική της διάσταση και την κατοχή υλικών μετρήσιμων αγαθών . Η κατάργηση της διαφοράς μοιάζει να είναι το ζητούμενο στο φθόνο και για αυτό ο φθόνος εμφανίζεται τόσο στις προνεωτερικές κοινωνίες όπου η ζωή οργανώνονταν γύρω από τις οργανικές μορφές της κοινότητας , όσο και στην νεωτερική ή μετανεωτερική κοινωνία στην οποία η ευτυχία του ατόμου εξασφαλίζεται μέσα από την δυνατότητα που έχει να αισθάνεται ίσο, καταργώντας κάθε διαφορά στο κυνήγι των υλικών αγαθών. Η ενοχή που γεννιέται από την αυτοϋποτίμηση και την απωθημένη εχθρότητα εναντίον του εαυτού στρέφεται κατά των άλλων οι οποίοι διαφέρουν , δημιουργούν και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για αν πράξουν κάτι νέο και διαφορετικό. Έτσι το άγχος του φθόνου δημιουργείται στα υποκείμενα που ξεχωρίζουν και γίνονται θύματα του φθόνου , ιδιαίτερα όταν έχουν δημοκρατικές και σοσιαλιστικές ιδέες και αισθάνονται ενοχή για την κοινωνική τους προέλευση καθώς και με την εσωτερίκευση ενός αυστηρού υπερ – εγώ που τους κατηγορεί για την ανεξαρτησία και τη δημιουργικότητα της σκέψης τους. Η κατάργηση της Διαφοράς ανέδειξε σε κυρίαρχες μορφές τη μόδα και τη δυνατότητα κατανάλωσης, προσφέροντας την ψευδαίσθηση της διαφοροποίησης και της ελεύθερης επιλογής μέσα σε μια ισοπεδωμένη κοινωνία που προκρίνει την ομοιομορφία, την μαζοποίηση , και την παθητικοποίηση μέσω της κατανάλωσης ανώνυμων προϊόντων μαζικής παραγωγής. Η απώλεια των αξιών, η επικράτηση του σχετικισμού και της ομοιομορφίας οδηγεί στην αποξένωση και την αναυθεντική ύπαρξη που χαρακτηρίζεται από τη μηχανική συμβίωση και την απώλεια της εσωτερικότητας. Το άγχος και η δυσφορία που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο προέρχεται από τη σύγκριση με τους άλλους και την αίσθηση ότι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είμαστε , αίσθηση που προκύπτει όταν εκείνοι τους οποίους θεωρούμε ίσους διαθέτουν επιτεύγματα ανώτερα από τα δικά μας. Η ζήλια και ο φθόνος αφορούν εκείνους με τους οποίους νιώθουμε όμοιοι και για αυτό οι επιτυχίες των φίλων μας γίνονται αντικείμενο του φθόνου μας. Ο Τοκβίλ , Α(1805-1879), σκιαγράφησε τους δεσμούς που συνδέουν την έλλειψη ικανοποίησης με τις μεγάλες προσδοκίες και τον φθόνο με την ισότητα. «Όταν όλα τα προνόμια της γέννησης και της περιουσίας καταλυθούν , όταν όλα τα επαγγέλματα ανοίξουν σε όλους , όταν μπορεί κανείς από μόνος του να φθάσει στη κορυφή του καθενός από αυτά , τότε ανοίγεται μια σταδιοδρομία απέραντη μπροστά στη φιλοδοξία των ανθρώπων και αυτοί να πιστέψουν ότι έχουν κληθεί για μεγάλα πεπρωμένα. Πρόκειται για μια εσφαλμένη άποψη που καθημερινά την διορθώνει η εμπειρία». Η κατάσταση αυτή δημιουργεί πικρία ,απογοήτευση και αντιμετωπίζεται ως προδοσία των προσδοκιών των ανθρώπων που καταλήγει σε μίσος για τον εαυτό τους και για τους ανωτέρους τους. Σύμφωνα με τον James για να είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας δεν είναι απαραίτητο να πετυχαίνουμε επί παντός επιστητού. Οι αποτυχίες μας δεν είναι όλες ταπεινωτικές . Τη ζήλια τη νιώθουμε εκεί που νιώθουμε ότι μας αφορά και ο άλλος μας ξεπερνά. Η παραίτηση από τις φιλοδοξίες μας παρέχει πλήρη ανακούφιση. Ωστόσο , οι σύγχρονες κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας καθιστούν ανέφικτο να διατηρούμε την αυτοεκτίμηση μας. Η αναζήτηση της ευτυχίας και του πλούτου ως ένδειξη επιτυχίας σε αυτή τη ζωή η απώλεια της μεταθανάτιας προοπτικής , η μη αναγνώριση του πόνου ως συστατικού στοιχείου της ζωής , καθώς και το αίτημα για την πραγμάτωση του εαυτού δημιουργούν το αίσθημα της ανεπάρκειας αυξάνοντας την δυσφορία ,τη ζήλια και φθόνο για τα επιτεύγματα των άλλων. Σοφία είναι η κατανόηση ότι υπάρχει μια τάξη στο κόσμο και ο καθένας συμμετέχει και βρίσκει την προσωπική του θέση. Τρέλα είναι η εγκατάλειψη αυτής της θέσης με την ελπίδα της βελτίωσης της προσωπικής μοίρας από φόβο ότι η μοίρα αυτή δεν είναι αρκετά καλή.

Ο Φθόνος ως θαυμασμός

Ο Κίργκεργκωρ (1813-1855), εντόπισε την καθολικότητα του φθόνου και την ισοπέδωση που οδηγεί τη νεωτερική αστική κοινωνία. Όλα τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν υπόκεινται στο νόμο της αγοράς και της πολιτικής δημοσιότητας. Ο Κίργκεργκωρ εντοπίζει την αρχή του φθόνου και της μνησικακίας στην απομάκρυνση του ανθρώπου από την εσωτερικότητα του και το Θεό. Μελετά το φαινόμενο τόσο στην καθολική του διάσταση ως μια αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να νοηματοδοτήσει το βίο του όσο και στην υποκειμενική του διάσταση ως ιδιάζον χαρακτηριστικό της ατομικής ύπαρξης. Ο Κίρκεγκώρ αναφέρει « ότι ο φθόνος είναι ένας κρυφός θαυμασμός. Ένας θαυμαστής ο οποίος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ευτυχήσει αν αφεθεί στο θαυμασμό του Άλλου, αποφασίζει να φθονεί αυτό που θαυμάζει. Έτσι , μιλάει μια άλλη γλώσσα , στη γλώσσα που σημαίνει τώρα ότι αυτό που θαυμάζει είναι ένα τίποτα , ένα μηδέν , κάτι το κουτό , το τιποτένιο , το παράξενο το υπερβολικό το τραβηγμένο. Ο θαυμασμός είναι αυτό- εγκατάλειψη , ο φθόνος δυστυχής αυτό – επιβολή.» Ο φθόνος είναι μια αντίδραση απέναντι σε κάτι υψηλό που ξεπερνάει τα στενά όρια της καθημερινότητας. Ο αληθινός χριστιανός , ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να ζήσει σοβαρά αυτά που πιστεύει θα γίνει αντικείμενο του φθόνου καθώς διαφοροποιείται από τους πολλούς , από την αδιάφορη μάζα είτε εντός είτε εκτός της εκκλησίας. Η ζωή με πάθος και φαντασία θα προκαλέσει το φθόνο των άλλων που θα ικανοποιηθούν μόνο όταν λερώσουν , απαξιώσουν , εκμηδενίσουν μέσω της ισοπέδωσης αυτούς που τολμούν να πιστέψουν. Το αίτημα για ισότητα δεν εδράζεται στον καθολικό ηθικό νόμο αλλά σε μια ιδεολογία που συγκαλύπτει τα επιμέρους εγωιστικά συμφέροντα. Στη πολιτική πράξη υπάρχουν μορφές ελεγχόμενου φθόνου που αποτελούν μορφές κοινωνικής οργάνωσης και κινητοποίησης ενάντια σε σχέσεις εκμετάλλευσης χωρίς ωστόσο στο τέλος να δικαιώνονται ηθικά. Επικρίνει τους ιδεολόγους της εποχής του για την ασάφεια στη χρήση ηθικών , φιλοσοφικών και θρησκευτικών ιδεωδών θεωρώντας ότι από φθόνο απέναντι στους συνεπείς ισοπεδώνουν τη διαφορά που ξεχωρίζει τις θεμελιακές αποφάσεις από τους καθημερινούς συμβιμβασμούς. Επισημαίνει τη σχέση μεταξύ φθόνου, ισοπεδωτικής ισότητας και αδίστακτου ανταγωνισμού καθώς ο τελευταίος τροφοδοτεί τον ισοπεδωτισμό και το φθόνο.

Η χριστιανική απάντηση στο ζήτημα του φθόνου

O Max Scheler (1759-1805), ανέλυσε την απορριπτική στάση του χριστιανισμού απέναντι στο φθόνο και τη μνησικακία. Η αγάπη για τον Πλησίον είναι κάτι που συγκλονίζει το υποκείμενο και δεν αναφέρεται μόνο σε ένα συναίσθημα αλλά επίσης σε μια γνώση και μια πράξη. Η αγάπη συνεπάγεται την αυθόρμητη τάση να αναγνωρίσει την έλλειψη τόσο στον εαυτό του όσο και στον άλλον και αυτό σημαίνει ότι θα βοηθήσει τον άλλο ανιδιοτελώς παραιτούμενος από κάθε αίσθημα κυριαρχίας ή αμοιβής μέσα από μια πράξη εσωτερικής δύναμης της θέλησης. Η αληθής αγάπη βασίζεται στην απόσταση- διαφορά και την απόρριψη της ολοκληρωτικής ταύτισης με τον Άλλον, κατά την οποία το υποκείμενο απορροφάται ολοκληρωτικά από τον πόνο του Άλλου. Πρόκειται για την εμπειρία του υψηλού σε σχέση με τον Άλλον. Το υποκείμενο πρέπει να ξεπεράσει τον ψευδή αλτρουισμό όταν αυτό- μισείται και εργαλειοποιεί την αγάπη για να φύγει από τον εαυτό του , ενώ αυταπατάται ότι η χριστιανική αγάπη είναι η αγάπη για τους φτωχούς και τους άσκημους. Το υποκείμενο βρίσκει ένα διχασμό ανάμεσα στο Νόμο και την Αγάπη και στην απόρριψη τους. Εξαιτίας του θα πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς για το καλό.Πρόκειται για την ψυχική δύναμη των υποκειμένων να μην υποκύψουν στην αυθόρμητη τάση της εκδίκησης και απαιτεί να αναγνωρίσουν τον εχθρό ως τον Άλλον που διέπεται από την εμπειρία της υπαρξιακής έλλειψης. Τα υποκείμενα καλούνται να δράσουν σύμφωνα με τον ηθικό νό μο. Ο πόνος και το κακό υπάρχουν στο κόσμο και δεν εξαλείφονται με καλές πράξεις. Η χριστιανική ασκητική αφορά αυτούς τους οποίους η εμπειρική πραγματικότητα άφησε με ένα κενό και τους γέννησε την ανάγκη για αναζήτηση ενός επέκεινα. Ο φθόνος καταδικάζεται ως πράξη αυτοαναφορικότητας και αυτοδικαίωσης του υποκειμένου που υποκύπτει στην αλαζονεία και το φθόνο απέναντι στον ίδιο το Θεό. Η αγάπη δεν υπηρετεί τη ζωή αλλά αποτελεί κίνηση μέσω της οποίας η ζωή αποκτά το ύψιστο νόημα της.

Ο Φρούντ και ο φθόνος

Ο Φρούντ (1856-1939), ότι ο φθόνος ως πρωτογενής μορφή απόρριψης και αντιπάθειας του διαφορετικού άλλου διαδραματίζει αρχικά θεμελιακό ρόλο στην συγκρότηση των κοινωνιών. Στο τοτέμ και Ταμπού αναφέρει ότι το άτομο που παραβαίνει τα συλλογικά ταμπού προκαλεί το φθόνο των άλλων. Ο τολμών θα πρέπει να τιμωρηθεί διότι και οι άλλοι δυνητικά θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο αλλά δεν το έπραξαν. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα στο φθόνο . εγώ τι κάνω με τη ζωή μου ; σύμφωνα με τον Φρόυντ , ο φθόνο αρχικά στρέφεται στον πατέρα αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των αδελφών. Το κακό μάτι των πρωτόγονων κοινωνιών λειτουργεί ως κακή ενέργεια ή κακολογία ή κακή φήμη σήμερα. Όποιος κατέχει κάτι πολύτιμο φοβάται μήπως γίνει αντικείμενο του φθόνου στο βαθμό που ο ίδιος συγχρόνως προβάλλει πάνω τους το φθόνο. Το πρωτότοκο παιδί ζηλεύει τα άλλα και επειδή οι γονείς το αναγκάζουν να ταυτιστεί καθώς τα αγαπούν και αυτά δημιουργείται το συλλογικό αίσθημα. Πρώτο αίτημα της αντίδρασης απέναντι στο φθόνο είναι το αίτημα για δικαιοσύνη και ισότητα. Τα εχθρικά συναισθήματα μεταβάλλονται σε φιλικά με κοινό σημείο την αγάπη των γονέων. Ο Φρόυντ τονίζει ότι μέσω του σχηματισμού αντιδράσεων -δηλαδή της ανάπτυξης συμπεριφορών ή ψυχικών συνηθειών που σχηματίζεται ενάντια στην απωθημένη επιθυμία και έχει την αντίθετη σημασία από αυτή την επιθυμία-, οι άνθρωποι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα. Όταν η απώθηση αποτυγχάνει ο φθόνος επανέρχεται στην επιφάνεια και στρέφεται εναντίον αυτού που ξεχωρίζει (αδιάφορα πως) από τη μάζα. Ο σχηματισμός αντιδράσεων δεν είναι μετουσίωση και ο πολιτισμός μας ενδιαφέρεται μόνο για την καταπίεση των συναισθημάτων και την πραγματοποίηση καλών πράξεων χωρίς να ενδιαφέρεται για την ορμική θεμελίωση τους. Οι άνθρωποι εξαναγκάζονται σε μια υπακοή στους κανόνες του πολιτισμού χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα τους. Έτσι η συνεχιζόμενη ορμική καταπίεση μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό αντιδράσεων που εκφράζονται στο χαρακτήρα του προσώπου. Ο εκπολιτισμός είναι το ζητούμενο των ατόμων έτσι ώστε η δημιουργία και η συνέχιση του πολιτισμού να είναι εφικτή. Σύμφωνα με τον Φρόυντ οι άνθρωποι δεν έπεσαν χαμηλά, γιατί ποτέ δεν ήταν ψηλά. Η εντολή της ηθικής «ου φονεύεσεις» δημιουργήθηκε ως αντίδραση στο φθόνο και την ικανοποίηση από το θάνατο του αγαπημένου καθώς τα συναισθήματα αγάπης και μίσους συνυπάρχουν. Ο εντοπισμός των απωθημένων συναισθημάτων δεν σημαίνει απαξίωση της αγάπης αλλά αντίθετα επιβάλλει την αναζήτηση της αλήθειας , ενάντια στην υποκρισία και τον κυνισμό. Το σύμπτωμα που δημιουργεί ο φθόνος είναι η ψυχαναγκαστική νεύρωση που ενέχει το στοιχείο της υπερβολικής ευσυνειδησίας. Η ένοχη συνείδηση που συνοδεύει το σύμπτωμα συνεπάγεται το άγχος της ηθικής συνείδησης απέναντι σε κάποια μελλοντική ασυνείδητη απειλή κινδύνου. Το συλλογικό έγκλημα απέναντι στον πατέρα αποτελεί το αντικείμενο της αντίδρασης και συμβάλλει στη δημιουργία του κοινωνικού αισθήματος της αδελφοσύνης μέσα από την απώθηση της αμοιβαίας εχθρότητας. Έτσι , τα άτομα κυριεύονται από την αμοιβαία ιδέα της ισότητας και της δικαιοσύνης καθώς απωθούν τον φθόνο και τη ζήλια απέναντι στα αδέλφια τους. Η ματαίωση της ορμικής ικανοποίησης οδηγεί στην αποσυρθείσα λίμπιντο στο σχηματισμό αντίδρασης μέσω της ισχυροποίησης του αντιθέτου συναισθήματος χωρίς όμως να εξαφανισθεί από το ασυνείδητο η πρωταρχική επιθετική τάση. Το εξαφανισμένο συναίσθημα επανέρχεται με τη μορφή κοινωνικού άγχους, του συνειδησιακού άγχους και ως κριτική και κατηγορία του άλλου , ενώ η απωθημένη αναπαράσταση μετατίθεται από το αρχικό κύριο αντικείμενο σε αδιάφορα αντικείμενα. Στη ψυχαναγκαστική νεύρωση ο κύριος σχηματισμός αντίδρασης είναι το υπερ -εγώ που συγκροτεί ένα ασυνείδητο αίσθημα ενοχής καθώς και τα ψυχαναγκαστικά στοιχεία κάθε ηθικής συνείδησης κριτικής του ηθικού νόμου. Ο ηθικός νόμος οφείλεται στη δομή της γλώσσας και δεν είναι προϊόν εσωτερίκευσης . η γλώσσα εισάγει τη θεμελιακή συμβολική έλλειψη στο ψυχισμό του υποκειμένου, δηλαδή την απουσία της αμεσότητας και της απόλυτης απόλαυσης των πραγμάτων. Ο ηθικός νόμος αναδύεται μαζί με την επιθυμία του υποκειμένου εφόσον αυτό επιθυμεί κάτι επειδή του έλλειψε. Στη ψυχαναγκαστική νεύρωση οι σεξουαλικές τάσεις μεταβάλλονται σε επιθετικές ενάντια στο αντικείμενο. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει το υποκείμενο για να σώσει τη νευρωτική επιθυμία του. το Υπερ –εγώ γίνεται σαδιστικό , τιμωρητικό απέναντι στο εγώ καθώς το θεωρεί υπεύθυνο για τις φονικές επιθυμίες του. Η μετουσίωση αποτελεί τη βάση της ηθικότητας μέσω του χωρισμού των δύο ορμών , του θανάτου και της ερωτικής. Κινητήρια δύναμη των σχηματισμών συμπτώματος είναι το άγχος του αποχωρισμού το οποίο μετατρέπεται σε κοινωνικό άγχος. Αυτό το άγχος διαφέρει από το άγχος που δημιουργείται μπροστά σε μια τραυματική κατάσταση. Η πίεση που ασκεί η ορμή εμφανίζεται με αντιστάσεις του εγώ που οδηγούν σε συμπτώματα όπως η συμπόνια, η καθαριότητα, και η υπερβολική ευσυνειδησία. Αντίθετα στην υστερία οι σχηματισμοί αντίδρασης αφορούν μια εξωτερική αντίληψη και συνεπάγονται ετοιμότητα για την αποφυγή μιας αρνητικής κατάστασης. Τέλος, ο Φρόυντ επισημαίνει ότι η μετουσιωτική πράξη είναι σπάνια και ότι συνυπάρχουν μετουσιωτικά στοιχεία που οδηγούν στην ηθική και στο καλό σύμπτωμα, όπου τα υποκείμενα που φθονούν το ένα το άλλο για τις επιδόσεις και ικανότητες του, επιδίδονται τα ίδια στην απόκτηση γνώσεων και κριτικής ορθολογικής γνώσης καθώς εμπλέκονται σε ένα θεμιτό ανταγωνισμό, τηρώντας τους κανόνες του παιχνιδιού . Από την άλλη ο σχηματισμός αντίδρασης μπορεί να εκφράζει μια δικαιολογημένη αγανάκτηση για την προκλητική συμπεριφορά των άλλων και να απαιτεί δικαιοσύνη και ισότητα αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον ηθικό νόμο , τη διαφορά και την υπαρξιακή έλλειψη και τις αξίες. Ο φθόνος αποτελεί την έκφραση όλων των επιθυμιών που δεν τολμούμε να ομολογήσουμε και παρόλη την καταστροφικότητα του αποτελεί δείκτη της επιθυμίας.

Σπινόζα

Τέλος, ο Σπινόζα(1632-1677) θεωρεί ότι η φύση του ανθρώπου είναι ικανή να αισθάνεται οίκτο για τον δυστυχούντα φθόνο για τον επιτυχούντα. Ο φθόνος είναι το μίσος που οδηγεί τον άνθρωπο να χαίρεται για το κακό του άλλου και να λυπάται για το καλό του. Το μίσος προς αυτούς που επιτυγχάνουν είναι τόσο ισχυρότερο όσο ισχυρότερη είναι η αγάπη προς το πράγμα το οποίο φανταζόμεθα ότι είναι υπό την εξουσία του άλλου. Η ίδια ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης που καθιστά τον άνθρωπο οικτίρμονα τον καθιστά επίσης φθονερό και φιλόδοξο. Παρατηρώντας τα παιδιά βλέπουμε ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα χαρακτηρίζονται από μια αμφίρροπη τάση και ότι η ταύτιση των παιδιών με τους άλλους γίνεται μέσω των συναισθημάτων τα οποία σπεύδουν να μιμηθούν. Με τον ίδιο τρόπο επιθυμούν αυτό το οποίο φαντάζονται ότι αρέσει στους άλλους και επιδιώκουν να το κάνουν δικό τους. Η θεωρία ωστόσο μας διδάσκει να μην καταφρονούμε κανέναν , να αρκούμαστε σε εκείνο που έχουμε και βοηθούμε τον πλησίον , όχι κινούμενοι από οίκτο ή αισθηματικότητα, αλλά υπό του Λόγου οδηγούμενοι, τηρώντας το μέτρο και διατηρώντας την ύπαρξη μας στο Είναι της άπειρης ουσίας που αγαπά τον εαυτό της και τον άνθρωπο. Να σημειώσουμε ότι ο Σπινόζα με τον όρο συναίσθημα ορίζει τις τροποποιήσεις του σώματος δια των οποίων η ενεργής δύναμη αυξάνεται η ελαττώνεται προάγεται ή εμποδίζεται συγχρόνως και προς τις ιδέες των τροποποιήσεων αυτών. Οι εικόνες των πραγμάτων είναι οι διαθέσεις του σώματος δηλαδή οι τροποποιήσεις τις οποίες το ανθρώπινο σώμα υφίσταται από εξωτερική αιτία και διατίθεται έτσι ώστε να ενεργεί έτσι ή αλλιώς.

Και όπως ο Ντοστογιέφσκυ αναφέρει στο Υπόγειο «η μελαγχολική περιπέτεια ενός απελπισμένου έρωτα είχε μια θλιβερή επίδραση .. η φλογερή μου καρδιά και η ποιητική του ψυχή έγινε σκληρή σαν πέτρα..»

« είμαι άρρωστος είμαι κακός . δεν είμαι καθόλου ευχάριστος …μα δεν καταλαβαίνω τίποτα ..δεν θα μπορούσα να σας εξηγήσω την κακεντρέχεια μου αυτή»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

Φρόυντ .Σ. (1994). Ο Πολιτισμός Πηγή της Δυστυχίας. ( Η Δυσφορία Μέσα στον Πολιτισμό). Το Μέλλον μιας Αυταπάτης. ( Βάμβαλης, Γ. μεταφ) Αθήνα : Επίκουρος.

Μπακιρτζής ,Κ.(2001) Επικονωνία και Αγωγή. Αθήνα : Gutenberg.

Δεμερτζής,Ν. Λίποβατς Θ.(2007 ) Φθόνος και Μνησικακία. Τα Πάθη της Ψυχής και η Κλειστή Κοινωνία. Αθήνα: Πόλις

Σπινόζα,Μπ.(2007) Η Ηθική (Ν.Κουντουριώτου Μεταφρ.) Αθήνα:Δωδώνη

Ντοστογιέφσκυ, Φ. Το υπόγειο (Γ.Καστανάκης Μεταφρ.) Αθήνα: Παρά Πέντε

Featured Posts
Check back soon
Once posts are published, you’ll see them here.
Recent Posts
Archive
Search By Tags
Follow Us
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page