Ο φόβος για τον βαθύ εαυτό
Ο φόβος είναι το συναίσθημα που δημιουργείται μπροστά σε μια απειλή πραγματική ή φανταστική. Ο φόβος αναφέρεται και στο δέος απέναντι σε μια υπέρτατη δύναμη της οποία το μεγαλείο αναγνωρίζεται. O ιερός φόβος απέναντι στο θεϊκό και την κλήση που μου απευθύνει. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα φέβομαι = φοβούμαι με κοινή ινδοευρωπαική προέλευση της ρίζας Bheg που σημαίνει δραπετεύω, απομακρύνομαι, το βάζω στα πόδια τρομαγμένος. Σχετίζεται με το αίσθημα αυτοσυντήρησης και είναι έμφυτος στον άνθρωπο. Ο φόβος ως συναίσθημα ενδέχεται να ακινητοποιήσει τις ψυχικές λειτουργίες και τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου και να τον καθηλώσει στην ακινησία μειώνοντας την ψυχική ενέργεια και τις δυνάμεις του εαυτού, περιορίζοντας τις επιθυμίες , τα κίνητρα και τα ενδιαφέροντα σε ψυχικό επίπεδο, καθώς και τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις δεξιότητες που αναπτύσσονται στον ψυχικό κόσμο, αποτελώντας εμπόδιο για οποιαδήποτε μορφή δράσης και δημιουργικότητας . Ο φόβος το άγχος και η αγωνία που ταυτίζονται με το έλλειμμα και τον περιορισμό της ζωής σε ψυχικό επίπεδο εμφανίζονται μέσα από τον περιορισμό του βιώματος των συγκινήσεων , οι οποίες όμως συνιστούν τη ζωή. Το γεγονός που εκφράζεται μέσα από το φόβο είναι το ενδεχόμενο μιας εκμηδένισης , ενός αφανισμού της συνείδησης από τη συγκεκριμένη κάθε φορά αιτία. Ωστόσο, όσο προχωρούμε από την συγκεκριμένη κατάσταση σε μια γενίκευση διαπιστώνουμε ότι οντολογική πηγή του φόβου είναι ο φόβος του θανάτου ο οποίος απειλεί με εξαφάνιση την ύπαρξη σε όλα τα επίπεδα. Ο άνθρωπος δέχεται απειλές σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης του με πιο ριζική την απειλή του θανάτου. Ο φόβος λοιπόν αφορά σε τελευταία ανάλυση το φόβο του θανάτου. Τίθεται λοιπόν, το ζήτημα για τη σωτηρία του ανθρώπου από τους κινδύνους που τον απειλούν σε κοινωνικό , οικονομικό, πολιτικό , γνωστικό , αισθητικό , ψυχικό και πνευματικό επίπεδο.
Το ερώτημα για την εσωτερικότητα εκφράζεται από τον Κρίσναμούρτι ο οποίος τονίζει την αρνητική διάσταση του ανθρώπου τον οποίο θεωρεί παραδομένο στο φόβο, γεγονός που τον κάνει να απομακρύνεται από τον εσωτερικό εαυτό του και να αναζητά την ευχαρίστηση. Η αναζήτηση της ευχαρίστησης......... ταυτίζεται με την προσπάθεια της λησμονιάς του πραγματικού εαυτού αλλά και των κινδύνων που τον απειλούν. Η αναζήτηση της απόλαυσης απομακρύνει από την εσωτερικότητα και καθιστά εξαρτημένο τον άνθρωπο από τις ηδονές που αποτελούν μια φυγή από την αυθεντικότητα και την ελευθερία του. Η εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους , από μια συμπεριφορά , μια ιδεολογία ή μια ουσία είναι άρνηση της ελευθερίας η οποία παράλληλα επιτείνει το φόβο καθώς ο άνθρωπος εξαρτάται από κάτι εξωτερικό για να αντιμετωπίσει το κενό που αισθάνεται μέσα του. Η αξίωση για ελευθερία μεγαλώνει το φόβο γιατί πρόκειται για μια αντίδραση και όχι ελευθερία από την εξάρτηση. Ο φόβος για το κενό στρέφει τον άνθρωπο στην αναζήτηση εξωτερικών στηριγμάτων για να αισθανθεί ασφάλεια. Ο φόβος είναι η φυγή μπροστά στην συνειδητοποίηση της εσωτερικής μας κενότητας, της μοναξιάς , της φτώχιας της ύπαρξης μας αλλά και της αδυναμίας να σώσουμε μόνοι μας τον εαυτό μας. Το ερώτημα λοιπόν είναι πως μπορούμε να ξεπεράσουμε το φόβο και να αλλάξουμε την αρνητικότητα που διέπει τη ζωή μας. Ο άνθρωπος θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το οποίο είναι , να μη το αποφεύγει να το ερευνήσει και να γίνει δάσκαλος του εαυτού του. Ο άνθρωπος όταν πάψει να συγκρίνεται και να μένει στα εξωτερικά γνωρίσματα του εαυτού μπορεί να ξεπεράσει το φόβο. Η αγάπη διώχνει τον φόβο διότι όταν αγαπώ μένω στο Είναι και σταματώ να φεύγω από αυθεντικό μου εαυτό.
Ο Σπινόζα ορίζει το φόβο ως την ασταθή λύπη που γεννάται από την εικόνα ενός πράγματος του μέλλοντος ή του παρελθόντος για του οποίου την έκβαση αμφιβάλουμε. Ο φόβος είναι η έλλειψη σιγουριάς για την πραγματοποίηση ή όχι κάποιου πράγματος που μας απειλεί. ( ή μας χαροποιεί οπότε μιλάμε για το φόβο της επιτυχίας). Όταν φύγει η αμφιβολία ο φόβος γίνεται απελπισία. Η αναζήτηση της χαράς και την ευτυχίας είναι το να εμμένει στη κίνηση, ενώ η απουσία είναι ο φόβος και η λύπη. Η αυτογνωσία είναι ο μόνος όρος για την μακαριότητα και ο μόνος σκοπός της ζωής γιατί με αυτήν γνωρίζουμε ταυτοχρόνως και τον Θεό. Ο Σπινόζα συνδέει τη γνώση του εαυτού με την εγκράτεια και την ελευθερία της ψυχής και υποστηρίζει την ανωτερότητα του ανθρώπου που γνωρίζει τον εαυτό του από αυτόν που αποφεύγει την αυτογνωσία και κατά συνέπεια άγεται από τις ορμές του. Ο αμαθής άγεται και φέρεται από τις εξωτερικές συνθήκες, δεν κατορθώνει να έχει ψυχική γαλήνη , ζει μη έχοντας συνείδηση ούτε του εαυτού του, ούτε του Θεού και καθώς παύει να πάσχει παύει να υπάρχει. Ωστόσο, ο δρόμος της σωτηρίας του ανθρώπου από το αρνητικό είναι κοπιώδης, δυσχερής, και σπάνιος και για το λόγο αυτό μοιάζει να παραμελείται από τους πολλούς. Η κατάφαση στην εσωτερική φύση του ανθρώπου και στην πραγμάτωση του εσωτερικού σκοπού περιλαμβάνει την απόφαση για θυσία στοιχείων τα οποία αν δεν θυσιαστούν αποτελούν εμπόδιο για να πετύχουμε την πληρότητα της ύπαρξης μας. Η έξοδος από την οκνηρία , η στροφή στην αυτοσυνειδησία και στην προοπτική της αιωνιότητας ταυτίζεται με την βούληση για ζωή και την επιθυμία για υπέρβαση της ραθυμίας και της ακηδίας που συχνά καταλαμβάνει το αυτοσυνείδητο Εγώ μπροστά στο μέγεθος των καθηκόντων του αλλά και στην συνείδηση της τελικής ματαιότητας των όποιων επιτευγμάτων του. Η έλλειψη φροντίδας και η αδιαφορία για τη σωτηρία το προσώπου υποδηλώνει μια κατάρρευση της βούλησης κάτω από το κενό που μας περιβάλλει όταν η προοπτική της αιωνιότητας έχει εκλείψει. Ο Κίργκεγκωρ την κατάσταση αυτή θα τη περιγράψει ως απελπισία της ανθρώπινης κατάστασης. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκωρ ο άνθρωπος είναι σύνθεση του απείρου και του πεπερασμένου. Στη σύνθεση αυτή συνίσταται η ουσιαστική φύση του ανθρώπου η οποία χαρακτηρίζεται από την ελευθερία ως δυνατότητα εκλογής που εκφράζεται με την πίστη και την δυνατότητα ένωσης με το θεϊκό στοιχείο είτε με τη δυνατότητα εκλογής του πεπερασμένου που χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα. Ο Κίρκεγκωρ θα εισάγει στη φιλοσοφική σκέψη την έννοια της απελπισίας μια και θεωρεί ότι η «ασθένεια προς θάνατον» είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων. Το γεγονός αυτό ξεκινάει από το ότι ο άνθρωπος νιώθει φόβο από την απώλεια κάποιου αγαθού γήινου, ο οποίος μέσω της φαντασίας μεταφέρεται σε κάθε πτυχή της ζωής καθώς η ανθρώπινη ψυχή έχει τη ικανότητα να καθολικεύει και να υπάγει τα πάντα σε μια ολότητα. Ο αληθινός υπαίτιος της απελπισίας δεν είναι το χαμένο εξωτερικό αντικείμενο, αλλά ο βαθύτερος εαυτός. Η πραγματική αιτία της απελπισίας δεν είναι η απογοήτευση από τα γήινα άλλα από τα αιώνια. Η απελπισία ορίζεται από την αμαρτία που αφορά όλους τους ανθρώπους ,και η οποία δεν αναφέρεται στην ηθική συμπεριφορά, αλλά ορίζεται ως ανυπακοή , απιστία και χωρισμός από θεϊκό. Η αντίθετη της έννοια δεν είναι η αρετή αλλά η πίστη. Ο άνθρωπος θα πρέπει να παραδεχτεί την απόσταση και να εμπιστευτεί τον εαυτό του στη θεϊκή δύναμη. Ωστόσο, μπροστά την δυνατότητα της ένωσης με το άπειρο ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από φόβο και αγωνία μπροστά στη προοπτική της απώλειας του εαυτού του στο επίπεδο της περατότητας και θέτει εμπόδια στην ένωση αυτή. Παράλληλα βιώνει την αγωνία σε σχέση με το κατά πόσο η σχέση αυτή μπορεί να επιτευχθεί. Ο άνθρωπος αν θέλει να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου και να ξεπεράσει την αρνητικότητα που σχετίζεται με το γεγονός της περατότητας θα πρέπει να αντιμετωπίσει το άπειρο ως δυνατότητα ελευθερίας και απελευθέρωσης από την θνητότητα. Η σχέση με την απειρότητα θα πρέπει να εκληφθεί ως σχέση αγάπης και ενδιαφέροντος ώστε να ξεπεράσει τον φόβο της τιμωρίας και της καταδίκης που γεννάει η ενοχή. Ωστόσο , ο άνθρωπος διστάζει να ακολουθήσει αυτή τη δυνατότητα σε όλες τις εκφάνσεις και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του στην προοπτική της πίστης και της σχέσης με το θεϊκό. Η σχέση αυτή με το θεϊκό είναι μια πράξη υποκειμενοποίησης την ευθύνη της οποίας θα πρέπει να αναλάβω. Η σωτηρία από την απελπισία έρχεται στη θρησκευτική σφαίρα, στην οποία η υποκειμενικότητα διασώζεται οριστικά από κάθε συμβατικό περιορισμό και έρχεται σε συνάφεια με τη μυστική ουσία του Θεού. Το πρόσωπο υψώνεται υπεράνω του γενικού λαμβάνοντας μια θέση υπεροχής απέναντι του μέσω της πίστης και της σχέσης με το Απόλυτο. Ο άνθρωπος που φοβάται τις αρχέγονες δυνάμεις μέσα του καταλαμβάνεται από φόβο για τους ανθρώπους και όχι για τον Θεό και στρέφεται προς την λησμονιά του βαθύτερου εαυτού μη αναλαμβάνοντας την εξατομίκευση του μιμούμενος τους άλλους ανθρώπους και χάνεται μέσα στο θόρυβο της καθημερινότητας. Η κατάσταση αυτή δεν απαιτεί κόπο αγώνα , αγωνία και πνευματική προσπάθεια καθώς αρκείται στην αναζήτηση της απόλαυσης , της ασφάλειας και της τέρψης. Η αναυθεντική ύπαρξη λέγει ότι «λέγεται», σκέφτεται ότι «σκέφτονται», πράττει ότι «συνηθίζεται».
Η σχέση με τον βαθύ εαυτό εμποδίζεται από την αρνητικότητα που είναι χαρακτηριστικό της περατότητας σε μια προσπάθεια αποφυγής του αυθεντικού εαυτού. Μπροστά στην προοπτική της λύτρωσης ο άνθρωπος καλείται να εκπληρώσει το γνώθι σεαυτόν το οποίο είναι μια διαδικασία που δεν είναι εύκολη αλλά απαιτεί κόπο και φροντίδα. Ο εσωτερικός εαυτός δεν είναι προφανής και η προσέγγιση του συναντά δυσκολίες καθώς αυτό που απαιτείται είναι μια κίνηση παράδοσης στο θεϊκό για το ξεπέρασμα της αυτονόμησης από το αυτό από το οποίο κατάγομαι. Ο άνθρωπος έχει την ικανότητα της αυτοσυνειδησίας και η γνώση του εαυτού είναι μια αυθύπαρκτη περιοχή γνωστικής προσέγγισης. Η στροφή στον εαυτό χαρακτηρίζεται από μια απόφαση και μια κίνηση συνεχόμενης και παντοτινής επιστροφής σε αυτόν ώστε να πραγματοποιηθεί η σχέση μαζί του εκμηδενίζοντας έτσι τον πνευματικό μας θάνατο. Ο άμεσος εαυτός χαρακτηρίζεται από την εξωτερικότητα και την σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος, η οποία όμως δεν παράγει μια νέα γνώση για τον εαυτό αλλά περιορίζεται στην ανθρωπογνωσία, δηλαδή στη γνώση των επιμέρους στοιχείων που απαρτίζουν την ανθρώπινη ψυχή χωρίς να συνδέει τη γνώση αυτή με τον εαυτό στην ολότητα του, δηλαδή στην πνευματική του διάσταση. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί την απελπισία η οποία όμως είτε α) δεν συνειδητοποιείται ως απελπισία είτε β) δεν συνειδητοποιείται η ύπαρξη του πνευματικού εαυτού. Ωστόσο , η απελπισία από τα γήινα μπορεί να οδηγήσει σε έναν αυτοανασκοπούμενο εαυτό ο οποίος εσωτερικεύοντας τις αιτίες της απελπισίας παύει να αποφεύγει την εσωτερική διάσταση καθώς αναγνωρίζει ότι η ελπίδα για απαλλαγή από τον εαυτό έχει χαθεί ακόμα και από την προοπτική του θανάτου. Τέλος ο άνθρωπος στην κατάσταση αυτή μπορεί να αναζητήσει την αυτονόμηση και την σωτηρία ,με δικά του μέσα και όχι μέσα από την διαδικασία της μεταστροφής. «Πίστη είναι: το ότι ο εαυτός, όντας ο εαυτός του και θέλοντας να είναι ο εαυτός του , θεμελιώνεται με διαύγεια στο θεό» να θέλεις να είσαι ο εαυτός σου.
Από ψυχολογική άποψη η μεγάλη αιτία πολλών ψυχολογικών ασθενειών είναι ο φόβος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, τα συναισθήματα, τις παρορμήσεις, τις αναμνήσεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητες, το πεπρωμένο του. Γενικά, αυτού του είδους ο φόβος είναι αμυντικός, με την έννοια ότι είναι μια προστασία της αυτοεκτίμησης μας, της αγάπης και του σεβασμού που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Τείνουμε να φοβόμαστε οποιαδήποτε γνώση θα μπορούσε να μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας ή να μας κάνει να νιώθουμε κατώτεροι, αδύναμοι, ανάξιοι, κακοί, επονείδιστοι. Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας με την απώθηση και παρόμοιους αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι κυρίως τεχνικές μέσω των οποίων αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε δυσάρεστες ή επικίνδυνες αλήθειες. Αντιστεκόμαστε στην συνειδητοποίηση της αλήθειας. Το ζητούμενο είναι να δυναμώσει ο εαυτός έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει την αλήθεια. «Το να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, είναι η σπουδαιότερη προσπάθεια που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος» S. Freud). Αλλά υπάρχει ένα άλλο είδος αλήθειας το οποίο τείνουμε να αποφεύγουμε. Όχι μόνο μένουμε προσκολλημένοι στον ψευδή εαυτό αλλά επίσης τείνουμε να αποφεύγουμε την προσωπική ανάπτυξη γιατί και αυτή, επίσης, μπορεί να επιφέρει ένα άλλο είδος φόβου, δέους, αισθημάτων αδυναμίας και ανεπάρκειας. Κι έτσι, χρησιμοποιούμε ένα άλλο είδος αντίστασης, μια άρνηση της καλύτερης πλευράς μας, των ταλέντων μας, των ανώτερων δυνατοτήτων μας, της δημιουργικότητας μας. Αυτή είναι η μάχη με το δικό μας μεγαλείο, ο φόβος της ύβρεως. Αυτό μας θυμίζει ότι ο μύθος του Αδάμ και της Εύας, με το επικίνδυνο δέντρο της Γνώσης, το οποίο δεν πρέπει κανείς να αγγίξει, έχει το αντίστοιχό του σε πολλές άλλες κουλτούρες, οι οποίες πιστεύουν επίσης, ότι η ύψιστη γνώση είναι προνόμιο των θεών. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια τάση αντί-νοησιαρχίας (μαζί με διάφορες άλλες τάσεις, φυσικά), κάποιο ίχνος προτίμησης για την πίστη και όχι τη γνώση, ή το αίσθημα ότι ορισμένες μορφές γνώσης είναι υπερβολικά επικίνδυνες για να ανακατεύονται οι άνθρωποι με αυτές και καλό είναι να απαγορευτούν ή να διαφυλαχτούν για τους λίγους εκλεκτούς. Στις περισσότερες κουλτούρες, οι επαναστάτες εκείνοι που αψήφησαν τους θεούς αναζητώντας τα μυστικά τους, τιμωρούνταν αυστηρά, όπως ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας και έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων σαν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να προσπαθούν να μοιάσουν στον Θεό. Και είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι μας, που έχει κάτι το θεϊκό, για το οποίο έχουμε αντιφατικά συναισθήματα, το οποίο μας γοητεύει αλλά και μας φοβίζει, μας προσελκύει αλλά και μας κάνει να παίρνουμε αμυντική στάση. Αυτή είναι μια όψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, ότι το αρνητικό κομμάτι συνυπάρχει με το θεϊκό. Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί μας, οι άνθρωποι που πλησιάζουν περισσότερο στο θείο, πιστοποιούν ότι χρειάζεται τρομερό κουράγιο στη μοναχική στιγμή της δημιουργίας, της επιβεβαίωσης ενός καινούριου πράγματος (που είναι αντιφατικό με το παλιό). Αυτό είναι ένα είδος τόλμης, να βγαίνεις μπροστά, να ξεχωρίζεις από τους άλλους, να στέκεσαι ολομόναχος, μια πράξη περιφρόνησης, μια πρόκληση. Η στιγμή του φόβου είναι αρκετά κατανοητή αλλά πρέπει παρόλα αυτά να ξεπεραστεί αν πρόκειται να υπάρξει δημιουργία. Έτσι, το να ανακαλύψει κανείς στον εαυτό του ένα μεγάλο ταλέντο μπορεί αναμφίβολα να φέρει ευφορία αλλά φέρνει επίσης και ένα φόβο των κινδύνων, των ευθυνών και των καθηκόντων του να είσαι ο μοναδικός υπεύθυνος και του να είσαι μόνος σου. Η υπευθυνότητα φαίνεται κάποτε βαρύ φορτίο και τότε προσπαθεί το άτομο να την αποφύγει όσο περισσότερο είναι δυνατό. Σκεφτείτε το μίγμα των συναισθημάτων δέους, ταπεινοφροσύνης, ακόμα και φόβου που μας έχουν αναφέρει άνθρωποι οι οποίοι έχουν αποκτήσει εξουσία. Ωστόσο , φαίνεται ότι η δυνατότητα για υπέρβαση είναι αυτή που καθιστά τον άνθρωπο πρόσωπο, δηλαδή ελεύθερο , υπεύθυνο και ικανό να αναφέρεται στον εαυτό του , στους άλλους και στο υπερβατικό στοιχείο.