Το ζήτημα της μεθόδου στις κοινωνικές επιστήμες και η απάντηση στα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα
Στις κοινωνικές επιστήμες τέθηκε το ζήτημα της αντικειμενικότητας ,την οποία μπορεί να διεκδικεί η μεθοδολογία σχετικά με την κατανόηση της ατομικής ή συλλογικής ζωής.
Σύμφωνα με τον Ντιλτάυ «εξηγούμε τη φύση αλλά κατανοούμε την ιστορική ζωή». Τίθεται έτσι το ζήτημα της φύσης της γνώσης και της διασφάλισης της εγκυρότητας των πορισμάτων που προκύπτουν από τις μεθόδους των κοινωνικών επιστημών που διαφέρουν από αυτές της πειραματικής απόδειξης των φυσικών επιστημών. Η ερμηνεία κατάγεται από την αρχαιοελληνικό ρήμα ερμηνεύειν και αναφέρονταν στους ιερείς του μαντείου των Δελφών οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εξήγηση των χρησμών της Πυθίας. Ακόμα, το θέμα της ερμηνείας απασχόλησε τους θεολόγους του 19ου αιώνα σε σχέση με την ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και παράλληλα με την άνοδο των ιστορικών επιστημών σε σχέση με την ερμηνεία άλλων κειμένων.
Η ερμηνευτική προσπάθεια έχει ως στόχο την ανάδειξη κρυμμένων νοημάτων, της αποκάλυψης της κρυμμένης αλήθειας, των προθέσεων και των παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων αποτελεσμάτων.
Από τον Νίτσε τέθηκε για πρώτη φορά το ερώτημα για την εγκυρότητα της γνώσης που παρουσιάζεται ως αλήθεια και η οποία ωστόσο μπορεί να δίνει μια άλλη διάσταση στα γεγονότα. Η στάση αυτή του Νίτσε εκφράζει τη γενικότερη δυσπιστία προς τις αξιώσεις απόλυτης αλήθειας που παρουσίαζαν οι επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες της εποχής του. Κατά τον Νίτσε : «δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνο ερμηνείες».
Η αντικατάσταση του αιτήματος για αλήθεια με το αίτημα για ερμηνεία συνάδει με την αποδήμηση της έννοιας της απόλυτης και βέβαιης αλήθειας από τον Μάρξ και τον Φρούντ. Η έννοια της ψευδούς συνείδησης από τον Μάρξ, και η έννοια του ασυνειδήτου από τον Φρόυντ............ οδήγησαν τον Φουκώ να θέσει το ερώτημα όχι για «το τι είναι .. ;» αλλά για το «ποίος είναι.. ;» Το ερώτημα της ερμηνείας αφορά το ποιος βρίσκεται στην αρχή της απόφανσης , το ποιος μιλάει μέσα μου ή μέσα μας και πως οι εσωτερικές επιρροές επηρεάζουν τις κρίσεις που εκφέρουμε είτε αναφέρονται σε γεγονότα είτε σε αξιολογικές κρίσεις. Το ερώτημα «ποιος μιλάει;» τίθεται σε σχέση με το ερώτημα «τι λέει στην πραγματικότητα; ». Ανοίγεται έτσι ο χώρος της ερμηνείας ως ένας χώρος αποκάλυψης του νοήματος , αποκρυπτογράφησης μιας γλώσσας που θα μας επιτρέψει να περάσουμε από το γενικό στο ειδικό, από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό και στη σχέση ενός σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο. Η διάσταση αυτή της ερμηνείας που ξεπερνά τις αξιώσεις της απόλυτης αλήθειας αποκαλύπτει και τα όρια θεωριών που διεκδικούν την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη καταξίωση τους. Η ανάδειξη των ασυνείδητων πλευρών των αποφάνσεων μας είτε απορρέουν από την οικονομικούς και κοινωνικούς
συσχετισμούς δύναμης σύμφωνα με τον Μάρξ, είτε βασίζονται στα ένστικτα σύμφωνα με τον Νίτσε , είτε στις σεξουαλικές ενορμήσεις σύμφωνα με τον Φρόυντ , επιτρέπουν έναν γνωσιολογικό πλουραλισμό ο οποίος αναγνωρίζει διαφορετικές διανοητικές παραδόσεις και επιτρέπει στον καθένα να επιλέξει τον τρόπο σκέψης και ζωής που του ταιριάζει. Το ζητούμενο είναι η έκφραση των πιο διαφορετικών και αντικρουόμενων απόψεων, θεωριών και κοσμοειδώλων.
Σύμφωνα με τον Feyerabend (1924-1994),η αναγνώριση του κύρους κάθε θεωρίας και της πολυμέρειας συμβάλλει στον εκδημοκρατισμό της επιστημονικής γνώσης, η οποία εγκαταλείποντας τις αξιώσεις για απόλυτη αλήθεια παύει να υψώνεται ως μια αντικειμενική δύναμη που υποτάσσει τους ανθρώπους αλλά αναγνωρίζοντας την προσωπική φύση της αλήθειας γίνεται μια δύναμη απελευθέρωσης και δημοκρατίας. Το κάθε υποκείμενο είναι ελεύθερο να επιλέξει τον τρόπο ζωής που του ταιριάζει και δεν υφίσταται κανένας ανεξάρτητος κριτής για να του υποδείξει τις ορθές επιλογές. Η ελευθερία που απορρέει από την υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας , την ποικιλία των μεθόδων , από την πιο ενορατική ως την πιο άτεγκτα λογική αναγνωρίζει την πραγματική φύση του ανθρώπου και αναδεικνύει την επιθυμία για γνώση και αλήθεια. Ο τρόπος αυτός απελευθερώνει την επιστήμη από τις πολιτικές και κοινωνικές επιβουλές καταργώντας την προνομιακή σχέση με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Η αναγνώριση της επίδραση των πολιτικών , οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων στην επιστημονική διεργασία συμβάλλει στη δράση προς την πολιτική απελευθέρωση μέσα από τον γνωσιολογικό πλουραλισμό και την συμμετοχή των ενδιαφερομένων πολιτών στην διαδικασία παραγωγής και ελέγχου της επιστημονικής γνώσης. Η τεχνοκρατική και αντικειμενική υποτίθεται γνώση που επιβάλλεται σε όλες τις πλευρές του ανθρώπινου βίου γίνεται μια αυταρχική δύναμη η οποία αποκλείοντας άλλες πλευρές της γνώσης λειτουργεί ρυθμιστικά για την ζωή των ανθρώπων και μετατρέπεται σε εξουσία επιτήρησης της ζωής. Η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες ελέγχου των τεχνοκρατών, παρά την έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης, εκφράζει το ενδιαφέρον και την κοινή βούληση για ελευθερία, ενώ παράλληλα λειτουργεί απελευθερωτικά καθώς οι συσσωματώσεις των πολιτών μέσα από
την αυτόνομη δράση τους, αποκτούν λόγο για τη ζωή τους και διεκδικούν τα δικαιώματα τους καθώς μετατρέπονται από παθητικούς αποδέκτες υπηρεσιών σε ενεργούς πολίτες που ορίζουν την ζωή τους.
Η ερμηνευτική προσέγγιση αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος κινείται μέσα στην ιστορία και ότι η πραγματικότητα ορίζεται από την υποκειμενικότητα. Δεν υπάρχουν υπεριστορικά στοιχεία για να κρίνουμε την αλήθεια. Ο άνθρωπος στην ολότητα του θα πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με τη δράση του. Οι άνθρωποι είναι φορείς των αξιών τους και δρουν εμπρόθετα διαμορφώνοντας την ιστορική ζωή. Η επιστήμη οφείλει να κατανοήσει τα αίτια της δράσης αυτής και όχι να αναζητήσει αντικειμενικές υποτίθεται σχέσεις που κατευθύνουν την ζωή των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον Ντιλτάϋ ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του μέσα στην ιστορία και διαμορφώνει τις αντιλήψεις του για τον κόσμο μέσα στη ζωή. Οι θεωρίες μας για τη ζωή διαμορφώνονται από το κοσμοείδωλο, δηλαδή την γενική εικόνα για την πραγματικότητα, την εμπειρία της ζωής, δηλαδή τα βιώματα και τις προγενέστερες εμπειρίες και τέλος από ιδεώδες της ζωής ,βάσει του οποίου καθορίζονται οι πρακτικοί ηθικοί σκοποί που τίθενται προς πραγμάτωση. Οι κοσμοθεωρίες απαρτίζονται από αυτά τα τρία στοιχεία. Ανάλογα σε ποιο δίνεται η έμφαση διαιρούνται στον υλισμό, στον οποίο επικρατεί η έννοια της αιτιότητας, στον ιδεαλισμό της ελευθερίας, στον οποίο η ανθρώπινη ελευθερία και το ιδεώδες της ζωής ορίζουν την δράση και τέλος ο αντικειμενικός ιδεαλισμός που αποτελεί σύνθεση των δύο άλλων τύπων.
Η φιλοσοφία στοχεύει να μελετήσει την ψυχική ζωή και την εσωτερική εμπειρία. Αυτό, ωστόσο, για να επιτευχθεί θα πρέπει να μελετήσουμε τον άνθρωπο σε σχέση με προηγούμενες ιστορικές περιόδους ώστε να αντιληφθούμε τις διαφορετικές μορφές που παίρνει η ανθρώπινη σκέψη για τον κόσμο και τη ζωή και οι οποίες ορίζουν την ιστορική δράση σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Η φιλοσοφία είναι μια ανασκόπηση της ιστορικής ζωής που στοχεύει στην αυτογνωσία και αποκτά ερμηνευτικό χαρακτήρα ο οποίος ευνοεί τον πλουραλισμό και την δημοκρατία. Εγκαταλείποντας τις αξιώσεις για αντικειμενικότητα , εγκυρότητα και καθολικότητα που προκύπτουν από τη μελέτη του επιμέρους και όχι από τη μελέτη των σκοπών που επιδιώκει να επιτελέσει η ανθρώπινη δράση οδηγούμαστε στην αναγνώριση της υποκειμενικότητας ως φορέα της δράσης και της γνώσης.
Η μελέτη της φιλοσοφίας στη σκέψη του Κίρκεργκωρ , του Νίτσε, του Γιάσπερς και του Χάϊντεργκερ μας παρέχει αλήθεια για να ζήσουμε. Η συνειδητοποίηση της παγκόσμιας κρίσης μας στρέφει προς την μελέτη και τον διάλογο με τα προγενέστερα φιλοσοφικά ρεύματα στην προσπάθεια μας να ορίσουμε το «ποιος είμαι;» , «τι θέλω;» και να φωτίσω το λόγο της ζωής και της ύπαρξης μου.
Σύμφωνα με τον Γκάνταμερ (1998), δε μεταβάλλεται μόνο ο τρόπος που τίθενται και λύνονται τα προβλήματα αλλά και το περιεχόμενο τους καθώς τα φιλοσοφικά προβλήματα αφορούν το ιστορικό παρόν. Η ιστορική μοναδικότητα των προβλημάτων τονίζει την ιστορικότητα και την υποκειμενικότητα των προβλημάτων παρά την αντικειμενική σύλληψη της πραγματικότητας. Η φιλοσοφία στοχεύει στην οικείωση με το φιλοσοφικό λόγο του παρελθόντος με σκοπό την αποκάλυψη της σημασίας του για το παρόν. Η ερμηνεία μέσα από την ιστορική προσέγγιση στοχεύει στην γνώση του παρελθόντος, την κατανόηση του παρόντος και την δυνατότητα σχεδιασμού του μέλλοντος. Ερμηνεύω θα πει αντιλαμβάνομαι τη σημασία του παρελθόντος για το παρόν και το μέλλον. Η αλήθεια γίνεται η αλήθεια που με αφορά προσωπικά καθώς θέτω τα ερωτήματα με δημιουργικό τρόπο ώστε η προηγούμενη γνώση να γίνει γόνιμη για την εποχή μου . Η απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα δίνεται μέσα από την οντολογία και την γνωσιολογία που είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε σήμερα.
*Βιβλιογραφία
Γκάνταμερ.Χ.(1998). Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης.( Ζέρβας,Α.
Μεταφρ. Πρόλογος). Αθήνα: Ίνδικτος
Αυγελής, Ν. (2005). Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. Θεσσαλοίκη.
Ράμφος, Στ. (2000). Ο Καημός του Ενός. Κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των
Ελλήνων. Αθήνα : Αρμός.